Δημήτριος Κοσμίδης , Σωτηρία Κουτσούκη , Δημήτρης Θεοφανίδης
Η Τεχνική των Δελφών είναι μια ερευνητική μέθοδος με πληθώρα εφαρμογών στη νοσηλευτική έρευνα. Παρόλα αυτά, οι διαθέσιμες πηγές σχετικά με τις μεθόδους ανάλυσης και παρουσίασης των αποτελεσμάτων είναι περιορισμένες. Σκοπός: Η περιγραφή και κριτική ανασκόπηση των κυριοτέρων μεθόδων εφαρμογής της ποιοτικής και ποσοτικής ανάλυσης των δεδομένων σε μελέτες με την Τεχνική των Δελφών. Υλικό και μέθοδος: Η αναζήτηση περιελάμβανε ερευνητικές και ανασκοπικές μελέτες νοσηλευτικού ενδιαφέροντος στις βάσεις δεδομένων ΙΑΤΡΟΤΕΚ, Medline, Cinahl και Scopus στο χρονικό διάστημα 2001 – 2011. Οι λέξεις κλειδιά που χρησιμοποιηθήκαν ήταν «τεχνική των Δελφών», «νοσηλευτική» και «μεθοδολογία έρευνας» στην ελληνική και αγγλική γλώσσα. Αποτελέσματα: Η αναζήτηση κατέληξε σε 285 άρθρα νοσηλευτικού ενδιαφέροντος (266 ερευνητικά και 19 ανασκοπήσεις). Η ανάλυση των δεδομένων στην τυπική μεθοδολογία ερευνών με την Τεχνική των Δελφών, περιλαμβάνει αρχικά την ποιοτική ανάλυση των απόψεων των ειδικών που συλλέγονται στον πρώτο "γύρο" ενώ στη συνέχεια, τη χρήση διαφόρων στατιστικών αναλύσεων για την εκτίμηση του τελικού επιπέδου συναίνεσης των απαντήσεων στους επόμενους γύρους (επαναλήψεις). Ο προκαθορισμός του επιθυμητού βαθμού συναίνεσης βασίζεται συνήθως σε υποκειμενικές παραδοχές, ενώ ο προσδιορισμός του γίνεται με περιγραφικά κυρίως αλλά και διάφορα επαγωγικά στατιστικά μέτρα. Στην παρουσίαση των αποτελεσμάτων χρησιμοποιούνται κυρίως απλοί πίνακες κατάταξης δεδομένων βάση ενός περιγραφικού, στατιστικού κριτήριου ή γραφήματα διασποράς για την απεικόνιση των απόψεων των ειδικών. Συμπεράσματα: Η Τεχνική των Δελφών έχει διεισδύσει στη νοσηλευτική έρευνα με μεγάλη διαφοροποίηση στους τρόπους ανάλυσης των δεδομένων και παρουσίασης των αποτελεσμάτων ανάλογα με τους επιμέρους σκοπούς και ιδιαιτερότητες της κάθε μελέτης.
Λέξεις κλειδιά: Τεχνική των Δελφών, νοσηλευτική έρευνα, ερευνητική μεθοδολογία, ανάλυση δεδομένων
Η άσκηση αντίστασης αποτελεί σημαντικό μέρος όλων των προγραμμάτων αποκατάστασης ασθενών με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια. Από τα είδη ασκήσεων αντίστασης αυτό που κυρίως εφαρμόζεται είναι η ισοτονική άσκηση, ενώ αντιθέτως η ισομετρική δεν χρησιμοποιείται σε μεγάλο βαθμό αν και επηρεάζει την καθημερινότητα των ασθενών οι οποίοι προσπαθώντας να αυτοεξυπηρετηθούν (μετακίνηση, βάδιση, άρση αντικειμένων) συσπούν ισομετρικά τους μυς στην περιφέρεια λόγω μειωμένης καρδιαγγειακής αντοχής. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας ανασκόπησης ήταν να παρουσιάσει τα δεδομένα τα οποία υπάρχουν μέχρι σήμερα για την ισομετρική άσκηση στους καρδιαγγειακούς ασθενείς και να εξετάσει τη σημασία που έχει η εφαρμογή αυτού του είδους άσκησης στα προγράμματα αποκατάστασης στα πλαίσια αφενός μεν της αξιολόγησης και αφετέρου της θεραπευτικής παρέμβασης. Υλικό - Μέθοδος: Η μεθοδολογία η οποία ακολουθήθηκε περιελάμβανε αναζήτηση ερευνητικών μελετών και ανασκοπήσεων από διεθνείς βάσεις δεδομένων (Pubmed, Medline, Scopus) σχετικά με τις επιδράσεις της ισομετρικής άσκησης σε ασθενείς με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια. Η πορεία και η εξέλιξη των μελετών έχουν ιδιαίτερη σημασία στην παρούσα εργασία και για το λόγω αυτό η βιβλιογραφία αναφέρεται σε όλο το χρονικό φάσμα των τριών τελευταίων δεκαετιών, από το έτος 1985 έως το έτος 2012 με τις λέξεις κλειδιά που ακολουθούν. Αποτελέσματα: Στα προγράμματα αποκατάστασης ασθενών με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια, η άσκηση αντίστασης αν εφαρμοσθεί ισοτονικά συντελεί στη βελτίωση αιμοδυναμικών και λειτουργικών παραμέτρων. Αντίθετα, η άσκηση αντίστασης με ισομετρικού τύπου εφαρμογή, χρήζει περαιτέρω διερεύνησης καθόσον τα περισσότερα ευρήματα αφορούν αιμοδυναμικές διαταραχές. Τα στοιχεία τα οποία είναι ενθαρρυντικά για τα προγράμματα ισομετρικής άσκησης είναι λίγα και επομένως δεν μπορεί να προταθεί ευρέως ως ο ενδεικνυόμενος τρόπος άσκησης. Συμπεράσματα: Η ισομετρική άσκηση έχει σημαντική θέση στην αξιολόγηση ασθενών με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια, ενώ πρέπει να τεθούν «όρια» στην εφαρμογή της ως θεραπευτικό μέσο για την αποφυγή επιπλοκών.
Λέξεις κλειδιά: Χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια, άσκηση αντίστασης, αερόβια άσκηση, ισομετρική άσκηση
Αναστάσιος Τζεναλής , Ιωάννα Βεκίλη
Οι κλινικές έρευνες έχουν αποδείξει πως οι ασθενείς που πάσχουν από καρκίνο βιώνουν πολλαπλά και ταυτόχρονα εμφανιζόμενα συμπτώματα, τόσο κατά τη διάρκεια της ασθένειάς τους όσο και των θεραπευτικών παρεμβάσεων στις οποίες υπόκεινται. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας ανασκοπικής μελέτης ήταν η διερεύνηση των συμπλεγμάτων συμπτωμάτων (cluster symptoms) που εμφανίζονται σε ασθενείς που πάσχουν από καρκίνο και η επίδρασή τους στην έκβαση της ασθένειας. Μεθοδολογία: Η συλλογή δεδομένων βασίστηκε στην αναζήτηση στις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων «MEDLINE/PubMed», «CINAHL», «PsycINFO», «Science Direct», «Springerling» και «Cochrane Database», χρησιμοποιώντας λέξεις κλειδιά όπως: «cluster symptoms», «multiple symptoms», «concurrent symptoms», «constellation of symptoms». Περιορισμοί στην αναζήτηση των άρθρων ήταν η δημοσίευση τους τα τελευταία 40 έτη (1971-2011) στην Αγγλική γλώσσα. Εντοπίστηκαν 96 ολοκληρωμένα άρθρα και χρησιμοποιήθηκαν τα 75. Αποτελέσματα: Παρουσιάζεται η επικρατούσα επιστημονική άποψη σχετικά με τους ορισμούς, τα θεωρητικά πλαίσια, τις μετρήσεις, καθώς και τα αποτελέσματα από παρεμβάσεις σε συμπλέγματα συμπτωμάτων. Ωστόσο, οι ερευνητές είχαν διαφορετικές γνώμες σχετικά με τον αριθμό και τις σχέσεις μεταξύ των συμπτωμάτων σε ένα σύμπλεγμα. Η λειτουργική κατάσταση και η ποιότητα ζωής των ασθενών παρουσίασαν αρνητική συσχέτιση με τη σοβαρότητα των συμπλεγμάτων συμπτωμάτων. Συμπεράσματα: Η τεχνική αναγνώρισης των συμπλεγμάτων συμπτωμάτων παραμένει δυναμικό εργαλείο έρευνας με μεγάλη κλινική σημασία. Η κατανόηση της πολύπλοκης εμπειρίας των συμπτωμάτων σε ασθενείς με καρκίνο θα μπορούσε να παράσχει μια επιστημονική βάση και να δώσει νέες κατευθύνσεις για την κλινική εκτίμηση των συμπτωμάτων και τις κατάλληλες παρεμβάσεις που θα ελάττωναν την επίδραση των συμπλεγμάτων στην ποιότητα ζωής των ασθενών.
Λέξεις κλειδιά: Συμπλέγματα συμπτωμάτων, πολλαπλά συμπτώματα, ταυτόχρονα συμπτώματα, συστάδα συμπτωμάτων
Χριστίνα Ουζούνη , Κωνσταντίνος Νακάκης
Παρότι εδώ και δεκαετίες η χρήση του σωματικού περιορισμού και της απομόνωσης θεωρούνται αμφιλεγόμενες παρεμβάσεις, διότι εγείρουν ηθικά και νομικά ζητήματα που αφορούν τη στέρηση της ελευθερίας του ασθενή, ωστόσο, η εφαρμογή τους είναι πολύ συχνή, κυρίως για την αντιμετώπιση της βίαιης εκτός ελέγχου συμπεριφοράς των ασθενών που νοσηλεύονται σε ψυχιατρική κλινική. Ο σκοπός της παρούσας ανασκόπησης ήταν η βιβλιογραφική αναζήτηση των θεμάτων που προκύπτουν από τη χρήση του σωματικού περιορισμού και της απομόνωσης σε ψυχιατρικές κλινικές. Υλικό και Μέθοδος: Πραγματοποιήθηκε βιβλιογραφική αναζήτηση στις βάσεις δεδομένων Medline, Cinahl, BNI, PsycINFO και Scopus με λέξεις κλειδιά σχετικές με το θέμα της ανασκόπησης. Αποτελέσματα: Ο σωματικός περιορισμός και η απομόνωση ως θεραπευτικές παρεμβάσεις σε ψυχιατρική κλινική εφαρμόζονται για την παροχή φυσικής προστασίας στον ίδιο τον ασθενή, στους άλλους νοσηλευόμενους, αλλά και στο προσωπικό της κλινικής, καθώς και για τη διασφάλιση του θεραπευτικού περιβάλλοντος. Με το σωματικό περιορισμό επιδιώκεται η άρση της κινητικότητας του ασθενή και με τη χρήση του δωματίου απομόνωσης η ελάττωση των αισθητηριακών ερεθισμάτων που επιτείνουν τη διεγερτική συμπεριφορά των ασθενών. Για τη χρήση του σωματικού περιορισμού και της απομόνωσης έχουν διαμορφωθεί κατευθυντήριες γραμμές που ως κύριο σκοπό έχουν τη διασφάλιση του θεραπευτικού πλαισίου της εφαρμογής τους. Ωστόσο, οι τρέχουσες τάσεις που υπάρχουν αναφορικά με τη χρήση περιοριστικών μέτρων είναι η ελαχιστοποίηση έως και η κατάργησή τους. Συμπεράσματα: Η θεραπευτική χρήση της απομόνωσης και του σωματικού περιορισμού διασφαλίζεται όταν ακολουθούνται οι οδηγίες και οι κατευθυντήριες γραμμές εφαρμογής τους. Ωστόσο, ο βασικός στόχος των επαγγελματιών υγείας και κυρίως των νοσηλευτών που εμπλέκονται άμεσα στις διαδικασίες εφαρμογής των περιοριστικών μέτρων είναι η ελαχιστοποίησή τους, που επιτυγχάνεται με τη διαρκή εκπαίδευση και την αριθμητική επάρκεια του προσωπικού.
Λέξεις κλειδιά: Σωματικός περιορισμός, απομόνωση, ψυχικά ασθενείς, επιθετική συμπεριφορά, νοσηλευτές
Μαρία Βενετίκου , Κυριακή Μπενετάτου
Σκοπός: Σκοπός του παρόντος άρθρου υπήρξε η παρουσίαση των πιο βασικών ιστορικών βημάτων της ανθρώπινης σεξουαλικότητας από τα αρχαιότατα χρόνια μέχρι σήμερα, αναφερόμενη ωστόσο και στις διάφορες διαπολιτισμικές τάσεις που την επηρέασαν. Υλικό και μέθοδος: Χρησιμοποιήθηκαν βιβλιογραφικές πηγές των σπουδαιότερων ερευνητών που ασχολήθηκαν με την σεξουαλικότητα ανά τους αιώνες. Αποτελέσματα: Από τα ευρήματά της παρούσας ανασκόπησης προκύπτει ότι η ανθρώπινη σεξουαλικότητα είναι ένας ιατροβιολογικός χώρος ιδιαίτερα επηρεαζόμενος από τις διαπολιτισμικές και θρησκευτικές συνιστώσες της εκάστοτε κοινωνίας. Συμπεράσματα: Συμπερασματικά και παρά τις εκάστοτε δυσκολίες πρόσβασης στην ακρίβεια των ιστορικών πηγών, η γνώση των αντιλήψεων και των θρησκευτικών πεποιθήσεων της εκάστοτε κοινωνίας, καθώς και των αλλαγών των πρακτικών και των θεσμών, βοηθά την κατανόηση της σύγχρονης έκφρασης της σεξουαλικότητας.
Λέξεις κλειδιά: Ανθρώπινη σεξουαλικότητα, αρχαίοι χρόνοι, Ellis, Freud, Jonson
Τίνα Γκαράνη-Παπαδάτου , Μαρία Ροδίτου , Αναστασία Μπαρμπούνη
H Μεσογειακή αναιμία (ΜΑ) είναι μια από τις πιο κοινές μονογονιδιακές διαταραχές σε άτομα των μεσογειακών χωρών, χώρες της Νότιας Ασίας και Αφρικής. Κυριότερες κλινικές εκδηλώσεις της νόσου είναι η ποικίλου βαθμού αναιμία που χρειάζεται μετάγγιση, η διόγκωση ήπατος και σπληνός, οι οστικές αλλοιώσεις, η αιμοσιδήρωση και η καθυστέρηση της σωματικής ανάπτυξης. Η ετήσια επίπτωση της νόσου είναι 5-10 γεννήσεις, ενώ στην Ελλάδα περίπου 3000 άτομα πάσχουν από ΜΑ. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση των γνώσεων των ασθενών με ΜΑ σε θέματα μείζονος σημασίας της ασθένειάς τους . Υλικό-Μέθοδος: Η έρευνα διεξήχθη (Οκτώβριος 2007-Μάιος 2009) μέσω ανώνυμων ερωτηματολογίων σε ενήλικους ασθενείς ΜΑ (n=330) που μεταγγίζονται σε Νοσοκομεία της Αθήνας. Αποτελέσματα: Το 87% αναφέρει ότι πάσχει από β-Μεσογειακή αναιμία, το 54% είναι γυναίκες και το 50% ηλικίας 30-39 ετών. Το 88% δηλώνει ότι ενημερώνεται επαρκώς για τη διαδικασία της μετάγγισης, το 81% για τη φύση της ασθένειας, και το 76% για την ανάγκη εξέτασης και άλλων μελών της οικογένειας. Χαμηλότερη είναι η ικανοποίηση από την ενημέρωση για τις πιθανές επιπλοκές (67%), για τη σχέση της ασθένειας με γενετικούς παράγοντες (προεμφυτευτική γενετική διάγνωση)(65%), για τις παρενέργειες των φαρμάκων (56%), ενώ τη μικρότερη ικανοποίηση (49%) εκφράζουν οι ερωτώμενοι για την ενημέρωση σχετικά με τα δικαιώματά τους. Αναφορικά με ειδικότερα θέματα, το 32-40% θεωρεί την ενημέρωση ανεπαρκή. Συμπεράσματα: Η ενημέρωση θεωρείται επαρκής όσον αφορά πρακτικά και διαδικαστικά θέματα της ασθένειας. Υπολείπεται όμως σε θέματα δικαιωμάτων των ασθενών και ενημέρωσης για νέες θεραπείες ή τη δυνατότητα συμμετοχής σε έρευνα. Είναι εμφανής η επιθυμία των ασθενών για εκτενέστερη ενημέρωση στα περισσότερα από τα θέματα που διερευνήθηκαν.
Λέξεις κλειδιά: Μεσογειακή αναιμία, ενημέρωση, συγκατάθεση, προεμφυτευτική γενετική διάγνωση
Γεωργία Μαυρόγιαννη , Σεβαστή Πετράκη , Κωνσταντίνα Ξυδού , Βασιλική Αβραμοπούλου , Ιωάννης Κοντζίνος
Τα σοβαρά νευρολογικά ελλείμματα αποτελούν κοινό πρόβλημα για τους επιζώντες από καρδιακή ανακοπή. Η χρήση της ήπιας θεραπευτικής υποθερμίας(32-34οC) έχει αποδεδειχθεί χρήσιμη για την βελτίωση της νευρολογικής έκβασης και των ποσοστών επιβίωσης αυτών των ασθενών. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνηθεί η σχέση μεταξύ της μεθόδου της ήπιας θεραπευτικής υποθερμίας, στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας, με την παραδοσιακή μέθοδο, (νορμοθερμία), για την αντιμετώπιση των θυμάτων καρδιακής ανακοπής εξωνοσοκομειακά, μετά την επανάκτηση αυτόματης κυκλοφορίας. Υλικό και μέθοδος: Ως προς τον σχεδιασμό της, πρόκειται για αναδρομική μελέτη. Τον πληθυσμό της μελέτης αποτέλεσαν 25 ασθενείς που υπέστησαν καρδιακή ανακοπή, με αρχικό καρδιακό ρυθμό κοιλιακή μαρμαρυγή ή κοιλιακή ταχυκαρδία, εκτός νοσοκομείου και ανέκτησαν αυτόματο καρδιακό ρυθμό μετά από επιτυχή καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση. Σε διάρκεια δύο ετών (2009-2011) σε 25 ασθενείς εφαρμόσθηκε η μέθοδος της θεραπευτικής υποθερμίας (32-34οC), με τη χρήση παγοκυστών ή ψυκτικού καθετήρα. Αποτελέσματα: Η συστηματική ψύξη των θυμάτων ανακοπής, μεταξύ 32-34ο C για 24 ώρες, αύξησε την πιθανότητα επιβίωσης (p=0,17) και καλύτερης νευρολογικής αποκατάστασης (p=0,06), σε σύγκριση με τη νορμοθερμία. Οι επιπλοκές που παρουσιάσθηκαν όπως αρρυθμίες, διαταραχές αιμορραγίας και λοιμώξεις, αποκαταστάθηκαν με την αναθέρμανση. Συμπεράσματα: Αν και η χρήση της μεθόδου συνδέεται με σειρά επιπλοκών, όπως αρρυθμίες, διαταραχές πηκτικότητας και λοιμώξεις η τελική έκβαση των ασθενών δεν φαίνεται να επηρεάζεται δυσμενώς από αυτές.
Λέξεις κλειδιά: Αυτόματη κυκλοφορία, μέθοδοι ψύξης, νευροπροστασία, μονάδα εντατικής θεραπείας, προκλητή υποθερμία