Εισαγωγή: Οι ψυχικές διαταραχές αποτελούν μία από τις αιτίες με την παγκοσμίως μεγαλύτερη συμμετοχή στην επιβάρυνση των νόσων, με ένα στα τέσσερα άτομα να υπολογίζεται πως θα εμφανίσει κάποιο σύμπτωμα ψυχικής νόσου στη διάρκεια της ζωής του. Σκοπός: Σκοπός του παρόντος άρθρου είναι να παρουσιάσει την έκταση της επίδρασης των ψυχικών διαταραχών στην υγεία του ατόμου και τους παράγοντες που την επιβαρύνουν και να περιγράψει την αναγκαιότητα για ενσωμάτωση στις πολιτικές υγείας των συστάσεων του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ.) για τη βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών ψυχικής υγείας. Υλικό και Μέθοδος: Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε ήταν η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας στην αγγλική γλώσσα στις βάσεις δεδομένων Pubmed, Scopus και Medline στο αντικείμενο της ποιότητας των υπηρεσιών υγείας και η παρουσίαση των πιο πρόσφατων δεδομένων για την επιβάρυνση των ψυχικών διαταραχών παγκοσμίως, αλλά και των κοινωνικοοικονομικών παραγόντων που επιδρούν στην ψυχική υγεία. Επιπλέον, παρουσιάζονται οι προτάσεις του Π.Ο.Υ. για τη βελτίωση της ποιότητας στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας και οι αλλαγές που νομοθετήθηκαν προς την κατεύθυνση αυτή από την ελληνική κυβέρνηση το 2017. Αποτελέσματα: Οι αρνητικές επιπτώσεις των ψυχικών διαταραχών καθιστούν αναγκαία την υιοθέτηση των συστάσεων του Π.Ο.Υ. με τη θεσμοθέτηση μέτρων που θα επικεντρώνονται στην βελτίωση της ποιότητας στις υπηρεσίες ψυχικής υγείας. Στην Ελλάδα, η πιο πρόσφατη προσπάθεια διοικητικής μεταρρύθμισης των υπηρεσιών ψυχικής υγείας φιλοδοξεί να συμβάλλει στην βελτίωση της ποιότητας των υπηρεσιών ψυχικών υγείας. Ωστόσο, δεν φαίνεται να ευθυγραμμίζεται με τις προτάσεις του Π.Ο.Υ., καθώς αναγκαίες συνιστώσες βελτίωσης της ποιότητας, όπως ο καθορισμός κριτηρίων αποδοτικότητας και αξιολόγησης των υπηρεσιών, απουσιάζουν. Συμπεράσματα: Η υπέρβαση των διοικητικών αδυναμιών του συστήματος υγείας στην Ελλάδα είναι μείζονος σημασίας για την προσαρμογή της εθνικής πολιτικής στη διαδικασία βελτίωσης της ποιότητας των υπηρεσιών ψυχικής υγείας.
Λέξεις κλειδιά: Ποιότητα των υπηρεσιών υγείας και ψυχικής υγείας, συστάσεις Π.Ο.Υ, διοικητική μεταρρύθμιση υπηρεσιών ψυχικής υγείας, παγκόσμια επιβάρυνση των ψυχικών διαταραχών
Η θεωρία της Απόδοσης του Ελέγχου της Υγείας αναφέρεται στη μέτρηση των πεποιθήσεων των ατόμων για τον καθορισμό ή όχι της υγείας από τις συμπεριφορές τους, μέσω της Πολυδιάστατης Κλίμακας που εισήγαγαν οι Wallston και συν. Η εσωτερική και η εξωτερική απόδοση (εσωτερική διάσταση και των δυο διαχωρισμένων εξωτερικών διαστάσεων του ελέγχου των «ισχυρών άλλων» και της μοίρας ή της τύχης) έχουν χρησιμοποιηθεί για την πρόβλεψη διαφόρων συμπεριφορών υγείας σε ένα μεγάλο πλήθος μελετών, όπως της άθλησης, της φροντίδας της στοματικής υγείας, της μείωσης του σωματικού βάρους, της πιστής τήρησης της φαρμακευτικής αγωγής και της επικοινωνίας γιατρού-ασθενούς, με θετική συσχέτιση. Εντούτοις, η «Αχίλλειος πτέρνα» της θεωρίας της απόδοσης του ελέγχου της υγείας οφείλεται σε αδυναμίες του ιδίου του ερευνητικού εργαλείου (με την συνεχιζόμενη ανάπτυξη νέων υποκλιμάκων και την ανεξαρτησία των τριών της διαστάσεων), καθώς και στις σημαντικές αλληλεπιδράσεις άλλων σημαντικών ψυχοκοινωνικών συντελεστών όπως η ηλικία, το φύλο, η αξία της ζωής, η εθνικότητα, η θρησκευτικότητα, η κοινωνική συνοχή. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα, να κρίνεται επιβεβλημένη η προσθήκη συστατικών στοιχείων και άλλων θεωρητικών μοντέλων (της αυτό-αποτελεσματικότητας, της θεωρίας της προσχεδιασμένης συμπεριφοράς κ.ά.), τα οποία έχουν φανεί να καλύπτουν και να εξηγούν καλύτερα και άλλες όψεις και πτυχές της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Λέξεις κλειδιά: Πολυδιάστατη Κλίμακα Απόδοσης του Ελέγχου της Υγείας, συμπεριφορές υγείας, άθληση, αδυναμίες
Παρότι ανακαλύφθηκαν το 1800, η ιστορία των αλάτων λιθίου στην ψυχιατρική ξεκίνησε ουσιαστικά το 1949. Το λίθιο έχει αποδειχθεί εξόχως αποτελεσματική θεραπεία για την αντιμετώπιση των ασθενών με συναισθηματικές διαταραχές: προλαμβάνει την αυτοκτονία και τις υποτροπές της διπολικής διαταραχής ενώ έχει χρησιμότητα και ως επικουρική θεραπεία στη μονοπολική κατάθλιψη. Παρά την αναμφισβήτητη αξία του χρησιμοποιείται όλο και λιγότερο συχνά στην κλινική πράξη. Δύο από τους λόγους που συμβαίνει αυτό είναι ο στενός θεραπευτικός του δείκτης και η νεφροτοξικότητά του. Η νεφροτοξική δράση του λιθίου άρχισε να απασχολεί έντονα τους επιστήμονες εδώ και 40 χρόνια περίπου. Σήμερα, είναι τεκμηριωμένο ότι το λίθιο μπορεί να προκαλέσει, με φθίνουσα σειρά συχνότητας, νεφρογενή άποιο διαβήτη, χρόνια νεφρική νόσο και νεφρωσικό σύνδρομο. Για τη δεύτερη, είναι πιθανό οι ασθενείς να χρειαστούν αιμοκάθαρση ακόμη και αν διακοπεί η χορήγηση του λιθίου. Δεν είναι απόλυτα τεκμηριωμένη η σχέση μεταξύ αγωγής με λίθιο και εμφάνισης όγκων του νεφρού. Οι μοριακοί και παθοφυσιολογικοί μηχανισμοί της τοξικής δράσης του λιθίου στον νεφρό είναι εν μέρει αποσαφηνισμένοι. Η γνώση των παραπάνω βοηθά στην αύξηση της φαρμακοεπαγρύπνησης του κλινικού ψυχιάτρου ώστε να είναι σε θέση, με την κλινική εξέταση και τις εργαστηριακές δοκιμασίες, να ανιχνεύει έγκαιρα ή να προλαμβάνει νεφρικά προβλήματα και να τα αντιμετωπίζει με τη συνεργασία νεφρολόγου.
Λέξεις κλειδιά: Λίθιο, νεφρικές ανεπιθύμητες ενέργειες, νεφρογενής άποιος διαβήτης, νεφροτοξικότητα, χρόνια νεφρική νόσος από λίθιο
Μαρία Μπάμου , Αντωνία Καλογιάννη , Αριστέα Βλάχου , Έντισον Γιαχάι , Αναστασία Κοτανίδου
Εισαγωγή: Ο οξύς Θωρακικός πόνος (ΟΘΠ) μη τραυματικής αιτιολογίας αποτελεί σημαντικό διαγνωστικό πρόβλημα και μία από τις συχνότερες αιτίες για τις οποίες προσέρχονται οι ασθενείς στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ). Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της διαγνωστικής προσέγγισης και της ανακούφισης της έντασης του οξέος θωρακικού πόνου μη τραυματικής αιτιολογίας των ασθενών που προσέρχονται στο Τμήμα Επειγόντων Περιστατικών . Υλικό και Μέθοδος: Πραγματοποιήθηκε συγχρονική, περιγραφική μελέτη συσχέτισης. Το δείγμα της μελέτης αποτέλεσαν 70 ασθενείς που προσήλθαν στο ΤΕΠ γενικού νοσοκομείου της Αθήνας, με κύριο σύμπτωμα τον ΟΘΠ. Σε όλους τους ασθενείς κατεγράφησαν τα δημογραφικά στοιχεία, τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης, τα αποτελέσματα των εργαστηριακών και απεικονιστικών εξετάσεων, η αναλγητική και λοιπή φαρμακευτική αγωγή καθώς και η έκβαση τους σε επίπεδο ΤΕΠ. Για την ανάλυση των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο SPSS 21.0. Αποτελέσματα: Το 58,6% του δείγματος ήταν άνδρες. Οι συχνότερες διαγνώσεις ήταν τα σοβαρά καρδιαγγειακά προβλήματα (40%), παθήσεις του μυοσκελετικού (24,3%) και οι ψυχολογικές/ψυχιατρικές διαταραχές (10%). Κατά τη διαγνωστική διερεύνηση στην πλειονότητα των ασθενών πραγματοποιήθηκε ΗΚΓ (98,6%), γενική αίματος (95,75%), υπέρηχος καρδίας (77,1%) και έλεγχος τροπονίνης (85,7%). Στην παρούσα μελέτη μόνο το 15,8% των ασθενών έλαβαν αναλγησία, παρά τη μέση βαθμολογία στα επίπεδα πόνου (σκορ 6,7 από 10) κατά την άφιξη τους στο ΤΕΠ. Ωστόσο καταγράφηκε μείωση των επιπέδων πόνου κατά την έξοδο από το ΤΕΠ με μέση βαθμολογία 4,4 ακόμα και στους ασθενείς που δεν χορηγήθηκε φαρμακευτική αγωγή. Ωστόσο, ο μέσος χρόνος χορήγησης αναλγητικής αγωγής σε αυτούς που την έλαβαν ήταν 25,9 λεπτά από την άφιξη στο ΤΕΠ. Η μέση διάρκεια παραμονής στο ΤΕΠ ήταν 196,9 λεπτά. Συμπεράσματα: Η διαγνωστική προσέγγιση του ΟΘΠ φάνηκε ότι ακολουθεί τις κατευθυντήριες οδηγίες σε αντίθεση με τις οδηγίες που αφορούν στη χορήγηση αναλγησίας με βάση την ένταση του πόνου, οι οποίες δεν φάνηκε να ακολουθήθηκαν πλήρως.
Λέξεις κλειδιά: Οξύς θωρακικός πόνος, τμήμα επειγόντων περιστατικών, διαχείριση πόνου, πόνος, αναλγησία
Πέτρος Γαλάνης , Ελισάβετ Φρεγγίδου , Ευγενία Τσάτα , Ολυμπία Κωνσταντακοπούλου , Αγγελική Μπιλάλη , Ειρήνη Βράκα , Μάμας Θεοδώρου
Εισαγωγή: Οι γυναίκες είναι ιδιαίτερα επιρρεπείς στο να βιώσουν κατάθλιψη κάποια στιγμή στη ζωή τους. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η πιθανότητα αυτή είναι ακόμη μεγαλύτερη λόγω των ορμονικών, ανοσολογικών και λειτουργικών μεταβολών που συμβαίνουν. Επιπλέον, οι σωστές συνήθειες ύπνου είναι σημαντικές διότι βοηθούν στο να εξασφαλιστεί η απαραίτητη μητρική ενέργεια προκειμένου να καλυφθούν οι εμβρυικές ανάγκες. Σκοπός: Η εκτίμηση της επίδρασης της κατάθλιψης στις συνήθειες ύπνου των εγκύων και η εκτίμηση των προσδιοριστών που σχετίζονται με την κατάθλιψη και τις συνήθειες ύπνου των εγκύων. Υλικό και Μέθοδος: Πραγματοποιήθηκε μία συγχρονική μελέτη και ο μελετώμενος πληθυσμός αποτελούνταν από 100 γυναίκες που διένυαν το δεύτερο και τρίτο τρίμηνο της κυοφορίας τους. Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε ανώνυμο ερωτηματολόγιο, το οποίο συμπληρώθηκε εθελοντικά από τις συμμετέχουσες. Αποτελέσματα: Βρέθηκε θετική στατιστικά σημαντική συσχέτιση ανάμεσα στη βαθμολογία κατάθλιψης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και τη βαθμολογία ποιότητας ύπνου (p<0,001). Το 25% των εγκύων στην μελέτη βρέθηκε ότι πάσχουν από πιθανή κατάθλιψη ενώ το 93% δήλωσαν ότι είχαν μη επαρκή ύπνο κατά τον τελευταίο μήνα. Οι γυναίκες που είχαν υψηλότερο επίπεδο εκπαίδευσης, που βρίσκονταν σε συμβίωση, που εργάζονταν και που είχαν μέτρια στήριξη από το οικογενειακό τους περιβάλλον είχαν μικρότερη βαθμολογία κατάθλιψης ενώ οι μεγαλύτερης ηλικίας γυναίκες είχαν μικρότερη βαθμολογία ποιότητας ύπνου. Συμπεράσματα: Η διαπίστωση υψηλού ποσοστού κατάθλιψης στις γυναίκες κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και η επίδραση της στις συνήθειες ύπνου των εγκύων επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα έγκαιρης διάγνωσης της νόσου και στοχευμένων προληπτικών δράσεων.
Λέξεις κλειδιά: Κατάθλιψη, εγκυμοσύνη, ποιότητα ύπνου