Νικόλαος Φώτος , Ηρώ Μπροκαλάκη
Η κοιλιοκάκη είναι νόσος που προσβάλλει το λεπτό έντερο μέσω μίας αυξημένης ανοσολογικής απόκρισης στη γλουτένη του σίτου, της σίκαλης και του κριθαριού σε γενετικά προδιατεθειμένα άτομα. Ο επιπολασμός της νόσου ποικίλει στις διάφορες περιοχές του πλανήτη και υπολογίζεται μεταξύ 0,2%και 2,2 %. Η κλινική εικόνα της κοιλιοκάκης περιλαμβάνει ένα ευρύ φάσμα εκδηλώσεων: διάρροια, στεατόρροια, μετεωρισμό, κοιλιακό άλγος και απώλεια βάρους. Υπάρχει και η ασυμπτωματική μορφή της νόσου, με μαλακές ή φυσιολογικές κενώσεις, αίσθημα αδυναμίας, ατονία και μικρή απώλεια βάρους. Στην παιδική ηλικία η κοιλιοκάκη εμφανίζεται συνήθως μεταξύ του πρώτου και του τρίτου έτους της ηλικίας και συνοδεύεται από διάρροια, μετεωρισμό και υστέρηση στην αύξηση του σωματικού βάρους. Άλλα συμπτώματα της κοιλιοκάκης είναι η αναιμία, βλάβες στα οστά, αιμορραγικές εκδηλώσεις και περιφερική νευροπάθεια. Η διάγνωση της νόσου επιτυγχάνεται με την ιστολογική εξέταση ιστοτεμαχιδίων που λαμβάνονται από το δωδεκαδάκτυλο κατά τη διάρκεια ενδοσκόπησης και την ανίχνευση στο αίμα ορολογικών δεικτών της νόσου (αντι-GL-IgG, αντι-GL-IgA, ΕΜΑ-IgA και αντι-tTg-IgA). Η νόσος της κοιλιοκάκης αντιμετωπίζεται μόνο με την εφόρου ζωής τήρηση δίαιτας ελεύθερη γλουτένης. Σε πολλές περιπτώσεις απαιτείται η χορήγηση συμπληρωμάτων διατροφής. Συνήθως, χορηγούνται σίδηρος, φυλλικό οξύ, ασβέστιο, βιταμίνη Κ και βιταμίνη Β12. Η κοιλιοκάκη έχει καλή έως άριστη πρόγνωση, εφόσον διαγνωστεί έγκαιρα και ο ασθενής ακολουθήσει διαβίου δίαιτα ελεύθερη γλουτένης.
Λέξεις κλειδιά: κοιλιοκάκη, λεπτό έντερο, δυσαπορρόφηση
Μαρία Σαρίδη , Παναγιώτα Μπέλλου - Μυλωνά
Εισαγωγή: Η ελονοσία είναι μια νόσος με υψηλή μεταδοτικότητα. Σύμφωνα με αναφορές του WHO, τα κρούσματά της σε όλο τον κόσμο αναμένεται να αυξηθούν λόγω της αλλαγής των κλιματολογικών συνθηκών στον πλανήτη. Παρά τις προσπάθειες να εξαλειφθεί, η ελονοσία παραμένει μία από τις σημαντικότερες αιτίες νοσηρότητας και θνησιμότητας σε τροπικές και υποτροπικές περιοχές. Για την αντιμετώπισή της, χορηγούνται πολλά φαρμακευτικά σκευάσματα, με διαφορετική εκλεκτικότητα στο κάθε πλασμώδιο, αλλά σε αρκετά απ’ αυτά εμφανίζεται ανθεκτικότητα. Σκοπός: Η παρούσα κριτική ανασκόπηση που πραγματοποιήθηκε με σκοπό να απαντηθούν τα παρακάτω ερωτήματα: α) Ποιο ανθελονοσιακό φάρμακο είναι πιο αποτελεσματικό; β)Ποιο φάρμακο είναι πιο ασφαλές για τους ταξιδιώτες σε περιοχές όπου ενδημεί η ελονοσία; και γ)Ποιο φάρμακο είναι καλύτερα ανεκτό; Μεθοδολογία: Η αναζήτηση των πηγών τής συγκεκριμένης ανασκόπησης έγινε στο διαδίκτυο. Χρησιμοποιήθηκαν οι βάσεις δεδομένων: Medline και Cinahl, και οι μηχανές αναζήτησης: google, altavista και lycos. H αναζήτηση περιλάμβανε άρθρα που περιέγραφαν κλινικές δοκιμές. Η επιλογή τού ερευνητικού υλικού έγινε με βάση τα ερευνητικά ερωτήματα και τα χρονολογικά όρια που τέθηκαν. Αποτελέσματα: Η ατοβακόνη-προγουανίλη, η ταφενοκίνη και η πριμακίνη παρουσιάζουν την υψηλότερη αποτελεσματικότητα, και ακολουθεί η μεφλοκίνη και η δοξυκυκλίνη. Η ταφενοκίνη καθώς και η πριμακίνη έχουν συσχετιστεί με αιμολυτικά επεισόδια σε άτομα με ανεπάρκεια G6PD, ήπιες γαστρεντερικές διαταραχές, και δερματικά εξανθήματα. Για την ατοβακόνη- προγουανίλη έχει αναφερθεί στοματίτιδα, κεφαλαλγία, γαστρεντερικές διαταραχές, πόνοι στην πλάτη και γριπώδης συνδρομή. Η δοξυκυκλίνη και η μεφλοκίνη συσχετίστηκαν με γαστρεντερικές διαταραχές και νευρολογικές διαταραχές. Τα τελευταία ήταν και τα λιγότερο ανεκτά σχήματα. Όσον αφορά στην ασφάλεια, η ταφενοκίνη και η πριμακίνη δε θα πρέπει να χορηγούνται σε άτομα με ανεπάρκεια G6PD, λόγω του κινδύνου πρόκλησης αιμολυτικού επεισοδίου. Όλα τα σχήματα θεωρούνται ανεκτά, με τη δοξυκυκλίνη και τη μεφλοκίνη να παρουσιάζουν τα πιο υψηλά ποσοστά απόσυρσης λόγω ανεπιθύμητων ενεργειών. Συμπεράσματα: Τα πιο αποτελεσματικά σχήματα ήταν η ατοβακόνη- προγουανίλη, η ταφενοκίνη και η πριμακίνη, ενώ λιγότερο αποτελεσματικά ήταν η μεφλοκίνη και η δοξυκυκλίνη.
Λέξεις κλειδιά: Χημειοπροφύλαξη Ελονοσίας, Ατοβακόνη-Προγουανίλη, Ταφενοκίνη, Πριμακίνη, Δοξυκικλίνη, Μεφλοκίνη
Εισαγωγή: Η σωστή τήρηση των κανόνων υγιεινής των χεριών αποτελεί, ένα από τα βασικότερα σημεία όλων των προγραμμάτων πρόληψης των νοσοκομειακών λοιμώξεων. Επιβάλλεται η χρήση στρατηγικών μέτρων με σκοπό την εκπαίδευση του προσωπικού έτσι ώστε να βελτιωθεί η ανταπόκριση στις κατευθυντήριες οδηγίες που δίνονται. Σκοπός: H παρούσα μελέτη στοχεύει στην ευαισθητοποίηση του προσωπικού και των διασωστών του ΕΚΑΒ με σκοπό την αλλαγή συμπεριφοράς ως προς την χρήση των μέτρων προφύλαξης. Ανασκόπηση βιβλιογραφίας: Η αναζήτηση πληροφορίας έγινε κυρίως μέσω του διαδικτύου. Πηγή πληροφοριών αποτέλεσε και το Κέντρο Ελέγχου Νοσοκομειακών Λοιμώξεων. Η μελέτη περιλάμβανε πρόσφατη ελληνική και διεθνή βιβλιογραφία. Πραγματοποιήθηκαν επισκέψεις σε ειδικούς χώρους μέσω του διαδικτύου (CDC, Blackwell Synergy, Mednet). Συμπεράσματα: Η αξιολόγηση της λήψης μέτρων προφύλαξης καθώς και της εφαρμογής προγράμματος συνδρομικής επιτήρησης βασίζεται στην συγκέντρωση των δεδομένων που χρησιμοποιούνται για επιτήρηση στα ΤΕΠ και βάση αυτών απαιτείται: • κατηγοριοποίηση νόσων • έναρξη κατάστασης επιφυλακής • τήρηση οδηγιών κατά ακολουθία. • ανατροφοδότηση. Αν υπάρχουν οι παραπάνω προϋποθέσεις το αναμενόμενο αποτέλεσμα είναι ο περιορισμός της εξάπλωσης οποιουδήποτε συμβάντος μετά την λήψη των μέτρων με επιτυχία.
Λέξεις κλειδιά: κλειδιά: υγιεινή χεριών επιτήρηση, μόλυνση, μέτρα προφύλαξης
Κωνσταντίνος Νακάκης , Χριστίνα Ουζούνη
Παρά το γεγονός ότι η νοσηλευτική έρευνα έχει αναπτυχθεί στην Ελλάδα, ωστόσο, η παροχή νοσηλευτικής φροντίδας δε βασίζεται στα ευρήματα σύγχρονων ερευνών, αλλά στη γνώση που αποκτούν οι νοσηλευτές κατά τη διάρκεια της προπτυχιακής τους εκπαίδευσης. Την τελευταία δεκαετία η μετάβαση της ιατρικής προς την πρακτική που βασίζεται σε ενδείξεις, επηρέασε και το νοσηλευτικό επάγγελμα. Ο σκοπός αυτού του άρθρου είναι να παρουσιάσει συνοπτικά τη νοσηλευτική βασισμένη σε ενδείξεις, ως διεργασία και προοπτική για την Ελληνική Νοσηλευτική. Μέθοδος: Πραγματοποιήθηκε βιβλιογραφική αναζήτηση με σκοπό τον εντοπισμό και την ανασκόπηση σχετικών άρθρων με την νοσηλευτική βασισμένη σε ενδείξεις. Συμπεράσματα: Για την εφαρμογή νοσηλευτικής βασισμένης σε ενδείξεις, ο νοσηλευτής χρειάζεται να αποφασίσει εάν οι ενδείξεις είναι κατάλληλες για τον ασθενή. Με κλινική επιδεξιότητα, χρειάζεται να εξισορροπηθούν οι κίνδυνοι και τα οφέλη από μια ενδεχόμενη θεραπεία καθώς επίσης να εκτιμηθούν οι ιδιαίτερες κλινικές συνθήκες και οι επιλογές του ασθενή. Τα στάδια για την αναζήτηση ενδείξεων για τη νοσηλευτική πρακτική ακολουθούν αρχικά τη διαμόρφωση μια ερώτησης αναφορικά με ένα κλινικό πρόβλημα. Στη συνέχεια, πραγματοποιείται βιβλιογραφική αναζήτηση με σκοπό τον εντοπισμό ενδείξεων και την κριτική εκτίμησή τους και τελικά αξιοποιούνται οι καλύτερες διαθέσιμες ενδείξεις που ταιριάζουν στην συγκεκριμένη κλινική περίπτωση. Η νοσηλευτική βασισμένη σε ενδείξεις αποφέρει οφέλη στους ασθενείς, στους νοσηλευτές καθώς επίσης και στις υπηρεσίες υγείας. Στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετά εμπόδια για την εφαρμογή νοσηλευτικής βασισμένης σε ενδείξεις. Λαμβάνοντας υπόψη αυτές τις δυσκολίες και μέχρι οι Έλληνες νοσηλευτές να εξοικειωθούν με νοσηλευτική φροντίδα που βασίζεται σε ενδείξεις, είναι αναγκαίο να διαμορφωθούν ομάδες εργασίας από νοσηλευτές-ερευνητές με σκοπό την διαμόρφωση κλινικών κατευθυντήριων γραμμών, που θα βασίζονται στις καλύτερες διαθέσιμες ενδείξεις.
Λέξεις κλειδιά: πρακτική βασισμένη σε ενδείξεις, νοσηλευτική, εφαρμογή ερευνών, κριτική εκτίμηση
Το άρθρο αυτό ασχολείται με την Αθήνα του 19ου αιώνα αναφορικά με τα θερμά λουτρά και τα ψυχιατρεία που αποτελούσαν τα μέσα θεραπείας των δερματικών νοσημάτων και των ψυχικών ασθενειών. Την εποχή εκείνη πίστευαν ότι η ίαση των ψυχικά ασθενών ήταν θέμα του Θεού και της προσευχής και για το λόγο αυτό έκλειναν τους ασθενείς στα μοναστήρια. Για τα αρθριτικά και τις δερματικές νόσους, ως μέσον θεραπείας θεωρούσαν τα θερμά λουτρά της Αιδηψού και των Μεθάνων.
Λέξεις κλειδιά: Θερμά λουτρά, Ιαματικά λουτρά, Ψυχική νόσος, Δερματική νόσος, Αρθριτικά, Μοναστήρια
Κωνσταντίνος Ψαρίδης , Χαρίλαος Κουτής , Φωτούλα Μπαμπάτσικου
Σκοπός: Σκοπός της εργασίας είναι η εκτίμηση των συνθηκών υγιεινής και ασφάλειας κάτω από τις οποίες εργάζεται το προσωπικό των επιχειρήσεων υγειονομικού ενδιαφέροντος καθώς και η επίδραση τους στην υγεία. Υλικό και μέθοδος: Το υλικό μας αποτέλεσαν 120 εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος στη νήσο Σαντορίνη. Η συλλογή των στοιχείων έγινε με ανώνυμο ερωτηματολόγιο το οποίο περιλάμβανε ατομικά, δημογραφικά και στοιχεία για την υγιεινή και ασφάλεια των εργαζομένων. Αποτελέσματα: Από τους εργαζόμενους που απάντησαν το 62,5% ήταν άνδρες και το 37,5% γυναίκες. Ως προς τη θέση τους στην επιχείρηση το 28,8% ήταν παρασκευαστές τροφίμων, 40,8% σερβιτόροι, 6,8% υπάλληλοι καθαριότητας, 0,8% ταμίες και 22,9% ιδιοκτήτες ή διευθυντές. Μόνιμοι απασχόληση στην εργασία τους είχαν το 38,3%, ενώ το 61,7% ήταν εποχικά απασχολούμενοι. Η προϋπηρεσία των εργαζομένων σε αντίστοιχη θέση ήταν έως ένα έτος 20,3%, 1-5 έτη 31,4%, 6-10 έτη 17,8% και πάνω από 10 έτη 30,5%. Από τους συμμετέχοντες στην έρευνα το 56,7% δηλώνει άγνοια των κινδύνων για την υγεία και την ασφάλεια τους που προέρχονται από την εργασία τους, ενώ το 30,3% δηλώνει ότι έχει υποστεί ατύχημα κατά τη διάρκεια της εργασίας του. Οι εργαζόμενοι ενημερώνονται σχετικά με τους κινδύνους για την υγεία και την ασφάλεια κατά την εργασία τους κατά κύριο λόγο από τους εργοδότες τους 43,5%. Δεν χρησιμοποιεί μέσα ατομικής προστασίας το 18,8 %. Μαχαίρια και αιχμηρά αντικείμενα δηλώνει ότι χρησιμοποιεί συχνά το 52,5%, ενώ το 33,3% μερικές φορές. Βαριά αντικείμενα ή φορτία μεταφέρουν: συχνά το 30%, μερικές φορές το 50,8% και ποτέ το 19,2%. Επαφή με χημικές ουσίες όπως π.χ. απορρυπαντικά, απολυμαντικά, εντομοκτόνα κατά την εκτέλεση της εργασίας δηλώνουν συχνά το 30,8% και μερικές φορές το 36,7% των ερωτηθέντων. Πτώση ή γλίστρημα κατά την εργασία αναφέρει 1-3 φορές το 28,6% και 4-5 φορές το 0,8. Το εργασιακό περιβάλλον προκαλεί άγχος: συχνά στο 24,4% και μερικές φορές στο 39,5%. Συμπεράσματα: Οι εργαζόμενοι στις επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος δεν γνωρίζουν κατά ένα μεγάλο ποσοστό τους κινδύνους που αντιμετωπίζουν στην εργασία τους και αυτό αντανακλά έλλειψη προγραμμάτων αγωγής υγείας στην εργασία. Ακόμη οι εργαζόμενοι φαίνεται ότι δεν έχουν πρόσβαση στην ενημέρωση από τους ειδικούς αφού οι περισσότεροι δηλώνουν ότι ενημερώνονται από τους εργοδότες τους.
Λέξεις κλειδιά: υγιεινή ασφάλεια εργαζομένων, χειριστές τροφίμων, εργατικά ατυχήματα, επιχειρήσεις υγειονομικού ενδιαφέροντος
Γεώργιος Κατσιμίγκας , Χαρά Σπηλιοπούλου , Ιωάννης Χατζηλάου , Μαρία Γκίκα , Ελένη Παππού
ΣΚΟΠΟΣ: Η αξιολόγηση των στάσεων και των απόψεων των εθελοντών αιμοδοτών σχετικά με την κλωνοποίηση. Ταυτόχρονα, η διερεύνηση της συσχέτισής της με διάφορους δημογραφικούς παράγοντες, όπως το επίπεδο σπουδών, το φύλο, η ηλικία, η σημαντικότητα της θρησκείας κ.α. ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ: Το δείγμα της μελέτης περιελάμβανε 252 αιμοδότες, που προσφέρουν εθελοντικά αίμα και παράγωγα, σε Κέντρο Αιμοδοσίας στην περιοχή των Αθηνών. Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με έντυπο ανώνυμο ερωτηματολόγιο που αναπτύχθηκε για το σκοπό της έρευνας. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Η συντριπτική πλειονότητα των εθελοντών αιμοδοτών σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% συμφωνεί, ότι η κλωνοποίηση προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και διαταράσσει τη ποικιλομορφία του ανθρώπου και της φύσης. Αναφορικά με την αναπαραγωγική κλωνοποίηση το 66,7% του δείγματος δήλωσε, ότι διαφωνεί, ενώ το 42,5% τάσσεται υπέρ της θεραπευτικής κλωνοποίησης. Ανεξάρτητες μεταβλητές που επηρεάζουν τη στάση ως προς τη κλωνοποίηση, βρέθηκαν η σημαντικότητα της θρησκείας και το επίπεδο της εκπαίδευσης. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τα αποτελέσματα της έρευνας καταδεικνύουν, ότι η αναπαραγωγική κλωνοποίηση, θεωρείται ηθικά μη αποδεκτή μέθοδος αναπαραγωγής, εξ’ αιτίας του ότι προσβάλλει την ανθρώπινη αξιοπρέπεια και διαταράσσει την ποικιλομορφία του ανθρώπου και της φύσης. Αντίθετα τονίζεται, η σημασία της θεραπευτικής κλωνοποίηση στη θεραπεία πολλών νόσων, καθώς και η μεγάλη συμβολή της στον τομέα των μεταμοσχεύσεων.
Λέξεις κλειδιά: Αναπαραγωγική κλωνοποίηση , Βιοηθική, θεραπευτική κλωνοποίηση