Η επιστημολογία της φροντίδας αποτελεί την φιλοσοφική προσέγγιση σε μια τέχνη που περικλείει στρατηγικές εμπλουτισμένες με συναίσθημα και προσφορά. Εκτός από τον καθορισμό της γνώσης, εμπεριέχει και την καθιέρωση κριτηρίων για την αξιολόγηση πράξεων που υλοποιούνται με απώτερο σκοπό την ανακούφιση του ασθενούς. Είναι η ενσυνείδητη ρητή και συνεχής χρήση των τρεχόντων καλύτερων στοιχείων για τη λήψη μιας απόφασης, που κατευθύνεται στην μέριμνα των ασθενών και ταυτόχρονα ενσωματώνει την κλινική εμπειρία με τα καλύτερα διαθέσιμα δεδομένα της συστηματικής επιστημονικής έρευνας. Η εφαρμογή της στην καθημερινή πράξη εξαρτάται και από τον ασθενή και από τον νοσηλευτή του οποίου η θεωρητική του εκπαίδευση καθώς και η κλινική του εμπειρία είναι βασική προϋπόθεση για την εξάσκηση του επαγγέλματός του. Αυτά τα δύο στοιχεία δομούν το οικοδόμημα βάσει του οποίου γίνονται οι συλλογισμοί και οι λήψεις αποφάσεων, θέματα που είναι εξόχως απαραίτητα στην παροχή φροντίδας. Η γνώση επίσης των θεωριών που αφορούν την επιστήμη της φροντίδας, αγκαλιάζει τον επιστημολογικό πλουραλισμό επιδιώκοντας την αλληλεπίδραση των ανθρωπιστικών και κλινικών επιστημών, προσαρμοσμένη έτσι ώστε να καλύπτει ηθικές, διαισθητικές, εμπειρικές, προσωπικές και πνευματικές γενικότερα παραμέτρους. Η φροντίδα ή ως επιστήμη, ή ως πράξη, ή ως φιλοσοφία, είναι πολυσύνθετη και αποτελεί τον πυρήνα της θεραπείας. Είναι στη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης, είναι ταλέντο και δώρο, είναι δεξιοτεχνία που αφορά εμάς και τους άλλους.
Λέξεις κλειδιά: φροντίδα, κριτική, πνευματική, γνώση, εμπειρία και πράξη
Κωνσταντίνα Αντωνίου , Γεωργία Βασιλοπούλου
Τις τελευταίες δεκαετίες, η χειρονακτική μετακίνηση των ασθενών από τους νοσηλευτές χωρίς εξειδικευμένη βοήθεια, έχει καθιερωθεί έως εύκολη λύση όχι μόνο στη χώρα μας, αλλά και διεθνώς και τείνει να εξελιχθεί σε ένα από τα μεγαλύτερα αίτια πρόκλησης προβλημάτων υγείας του νοσηλευτικού κόσμου. Σκοπός: της παρούσας εργασίας ήταν η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με τις σύγχρονες απόψεις που επικρατούν για την μέθοδο της χειρονακτικής μετακίνησης των ασθενών από τους επαγγελματίες υγείας. Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε περιελάμβανε αναζήτηση ανασκοπικών και ερευνητικών μελετών, που αναφέρονταν στις μεθόδους μετακίνησης των ασθενών που εφαρμόζονται από τους επαγγελματίες υγείας, όπως επίσης και στην εφαρμογή μιας καινούργιας προσέγγισης, η οποία θα συνεισφέρει σημαντικά στην βελτίωση εκτέλεσης αυτού του καθήκοντος και στην καλύτερη υγεία των νοσηλευτών Αποτελέσματα : Πλήθος ερευνητικών μελετών έδειξαν, ότι παρότι έχουν χρησιμοποιηθεί διάφορες άλλες μέθοδοι χειρονακτικής μετακίνησης των ασθενών, η χρήση αυτών δεν έχει γίνει ευρέως αποδεκτή από τους επαγγελματίες υγείας. Επιπλέον, τα αποτελέσματα της παρούσης ανασκόπησης έδειξαν, ότι η μη σωστή χειρονακτική μετακίνηση ασθενών σχετίζεται θετικά με την πρόκληση μυοσκελετικών προβλημάτων στους νοσηλευτές. Τα τελευταία χρόνια σε Ευρώπη και Αμερική αναπτύσσεται η πολιτική της κατάργησης της χειρονακτικής μετακίνησης καθώς και η οργάνωση και εφαρμογή συστημάτων που θα στηρίζονται σε μια ποικιλία παραγόντων με σκοπό να περιορίσουν τις μυοσκελετικές παθήσεις των νοσηλευτών. Συμπεράσματα : Η ενημέρωση- εκπαίδευση των νοσηλευτών στα νεότερα δεδομένα χειρονακτικής μετακίνησης ασθενών, όπως επίσης και η εφαρμογή κοινών πρωτοκόλλων και αλγορίθμων μεταξύ των διαφόρων οργανισμών θα συνεισφέρουν σημαντικά στην επίλυση του προβλήματος.
Λέξεις κλειδιά: Μυοσκελετικές παθήσεις, χειρονακτική μετακίνηση, ενημέρωση, πολιτική μη μετακίνησης, πολυπαραγοντικά συστήματα
Αφροδίτη Τσαβουρέλου , Ιωάννης Κουτελέκος
Οι τεχνητοί αεραγωγοί παρακάμπτουν τον φυσιολογικό μηχανισμό ύγρανσης και φιλτραρίσματος του αέρα αυξάνοντας έτσι τις πιθανότητες να δημιουργηθούν εμμένουσες εκκρίσεις. Αυτό αυξάνει τον κίνδυνο για ατελεκτασίες και αναπνευστικές λοιμώξεις. Πήγματα, επίσης, μπορεί να σχηματιστούν στον εσωτερικό αυλό του ενδοτραχειακού σωλήνα ή της τραχειοστομίας, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το έργο της αναπνοής (WOB) και να μειώνονται οι πιθανότητες επιτυχούς αποσωλήνωσης. Πιθανόν, δε, σταδιακά να οδηγήσουν σε πλήρη απόφραξη του τραχειοσωλήνα. Για το λόγο αυτό η επιλογή κατάλληλου υγραντήρα για την παροχή τεχνητής ύγρανσης είναι εξέχουσας σημασίας. Υπάρχουν διάφοροι τύποι υγραντήρων αλλά σήμερα χρησιμοποιούνται οι υδροσκοπικοί Εναλλάκτες Θερμότητας και Υγρασίας (ΗΜΕ) με φίλτρο και οι Θερμαινόμενοι Υγραντήρες (ΗΗ), οι οποίοι παρέχουν υγρασία σε μορφή υδρατμών. Όταν χρησιμοποιούνται σωστά, και όχι στις περιπτώσεις που αντενδείκνυνται, οι ΗΜΕ δεν έχουν επιπλοκές και μειώνουν το κόστος νοσηλείας καθώς και τον χρόνο απασχόλησης του προσωπικό. Οι ΗΜΕ είναι καλύτερη επιλογή για μικρής διάρκειας χρήση (<96 ωρών) και κατά την διάρκεια μεταφορών. Oι HH προτιμούνται σε ασθενείς με εμμένουσα υπερκαπνία, χρόνια αναπνευστική ανεπάρκεια και με δυσκολία στον απογαλακτισμό. Οι ΗΗ πρέπει να χρησιμοποιούνται σε ασθενείς με μεγάλης διάρκειας μηχανικό αερισμό ή σε ασθενείς που εμπίπτουν στις αντενδείξεις των ΗΜΕ. Ούτε οι ΗΜΕ ούτε οι ΗΗ έχουν κατηγορηθεί για αύξηση της πνευμονίας του αναπνευστήρα (VAP).
Λέξεις κλειδιά: Τεχνητή Ύγρανση, όρια τεχνητής ύγρανσης, μηχανικός αερισμός, Εναλλάκτες Θερμότητας και Υγρασίας, Θερμαινόμενοι Υγραντήρες, πνευμονία του αναπνευστήρα
Ευάγγελος Γιαβασόπουλος , Παρασκευή Γουρνή
Η ρευματοειδή αρθρίτιδα είναι ένα χρόνιο νόσημα που χαρακτηρίζεται από φλεγμονή των αρθρώσεων, και απώλεια της λειτουργικής ικανότητας, η οποία οδηγεί τελικά σε ανικανότητα. Ο απώτερος στόχος της θεραπείας είναι η πρόληψη της καταστροφής των αρθρώσεων και η διατήρηση του επιπέδου λειτουργικότητας. Παρότι, την τελευταία δεκαετία έχει επιτευχθεί σημαντική πρόοδο στη διεύρυνση των γνώσεων ως προς τους παράγοντες που είναι σημαντικοί στη ρύθμιση της νόσου, ακόμα, η αντιμετώπιση της νόσου παραμένει δύσκολή. Σκοπός της παρούσας βιβλιογραφικής ανασκόπησης ήταν η διερεύνηση της θεραπευτικής παρέμβασης στη ρευματοειδή αρθρίτιδα. Υλικό και μέθοδος : Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε περιελάμβανε αναζήτηση ανασκοπικών και ερευνητικών μελετών, που αναφέρονταν στη σχέση θεραπευτικής παρέμβασης και ρευματοειδή αρθρίτιδα. Αποτελέσματα : Πλήθος ερευνητικών μελετών έδειξαν, ότι οι κύριες θεραπευτικές παρεμβάσεις στην ρευμετοειδή αρθρίτιδα είναι η φαρμακευτική αγωγή, η τροποποίηση της καθημερινής δραστηριότητας με ξεκούραση, η φυσική δραστηριότητα και τέλος η χειρουργική παρέμβαση. Τα άτομα που πάσχουν από τη νόσο, συχνά εκτός από τα σωματικά προβλήματα, εκδηλώνουν και προβλήματα από την ψυχική σφαίρα, τα οποία ασκούν αρνητική επίδραση στη ποιότητα ζωής τους. Συμπεράσματα : Η ενημέρωση και η έγκαιρη αναγνώριση των ατόμων που ανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου μπορεί να μειώσει τις μακροπρόθεσμες καταστροφικές επιπτώσεις στην υγεία. Η παρακολούθηση τους, από ομάδες ειδικών πρέπει να αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο στο σχεδιασμό ενός προγράμματος.
Λέξεις κλειδιά: Ρευματοειδής Αρθρίτις, Θεραπεία, Χειρουργική Αντιμετώπιση, Φυσιοθεραπεία, Ασκήσεις, Τεχνικές Χαλάρωσης
Ευθύμιος Τζούνης , Ευρυδίκη Παπασταύρου , Μαρία Γκούβα , Στυλιανή Κοτρώτσιου , Θεοδόσιος Παραλίκας , Ιωάννα Παπαθανασίου , Ελένη Λαχανά , Μαρία Τζούνη
Εισαγωγή: Η πνευματικότητα αποτελεί παγκοσμίως ζήτημα υψίστης σημασίας. Η συνειδητοποίηση της σημασίας της, σε όλες τις εκφάνσεις του ανθρώπινου βίου, παρέχει ένα πλαίσιο, ώστε να μπορέσουμε κατανοήσουμε τον κόσμο και να αντιμετωπίσουμε τη ζωή. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να διερευνήσει τα πνευματικά και θρησκευτικά πιστεύω του γενικού πληθυσμού της Θεσσαλίας. Υλικό Μέθοδος: Συνολικά 393 Έλληνες πολίτες, κάτοικοι της περιοχής της Θεσσαλίας, συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο. Η προσέγγιση του δείγματος έγινε τυχαία, μέσο χώρων εργασίας, σπιτιών και νοσοκομείων στην περιοχή της Θεσσαλίας. Ως ερευνητικό εργαλείο για την παρούσα μελέτη χρησιμοποιήθηκε το «The Royal Free Interview for Religious and Spiritual Beliefs». Η ανάλυση των δεδομένων έγινε με τη βοήθεια του στατιστικού πακέτου SPSS 12 χρησιμοποιώντας το τεστ για ανεξάρτητα δείγματα(t-test) και την ανάλυση διακύμανσης προς ένα παράγοντα(one way – anova). Αποτελέσματα: Η μέση ηλικία όσων απάντησαν στο ερωτηματολόγιο ήταν τα 36,39. Από τους 393 συμμετέχοντες οι 149 ( 37,9%) ήταν άνδρες και οι 244 ήταν γυναίκες σε ποσοστό 62,1%. Το 95.9% του δείγματος δήλωσε πως είναι Χριστιανοί Ορθόδοξοι. Βρέθηκε πως σε ποσοστό 57.7% οι συμμετέχοντες έχουν τόσο θρησκευτική όσο και πνευματική κατανόηση της ζωής τους σε σχέση με το 11.7% αυτών που έχουν μόνο πνευματική. Βρέθηκε ότι όσοι έχουν τόσο θρησκευτική όσο και πνευματική κατανόηση σημείωσαν υψηλότερες τιμές στην πρακτική της πίστης από αυτούς που εξέφρασαν μόνο πνευματική. Επίσης όσοι από το δείγμα εξέφρασαν τόσο θρησκευτική όσο και πνευματική κατανόηση φαίνεται ότι πιστεύουν περισσότερο, πως μια πνευματική δύναμη ή ισχύ έξω από τον εαυτό τους, επηρεάζει τα παγκόσμια γεγονότα από αυτούς που εξέφρασαν μόνο θρησκευτική. Σε ποσοστό περίπου στο 85% όσων δήλωσαν ότι η προσευχή παίζει σημαντικό ρόλο στα πιστεύω τους. Δεκαέξι άτομα δήλωσαν πως βίωσαν μια επιθανάτια εμπειρία ενώ 165 ήταν όσοι δήλωσαν σίγουροι πως υπάρχουμε με κάποια μορφή μετά το θάνατο. Προτάσεις-Συμπεράσματα: Τα ευρήματα αυτής της έρευνας αποδεικνύουν ότι η θρησκεία και η πνευματικότητα είναι ουσιώδεις και συμπληρώνουν τη ζωή όσων συμμετείχαν σε αυτήν. Η διαδικασία του να εξηγήσουμε αυτό που στην πραγματικότητα η πνευματική διάσταση περιβάλλει, είναι μια εξαιρετικά επίπονη διαδικασία
Λέξεις κλειδιά: Πνευματικότητα, Νοσηλευτική φροντίδα, Θρησκευτικότητα, Προσευχή
Ελισάβετ Ιακωβίδου , Μαρία Μανιού , Ελένη Πάλλη , Ελευθέριος Κωστόπουλος , Στυλιανός Ζάραγκας , Θεόδωρος Κατσανέβας
Οι κοινωνικές και οικονομικές αλλαγές που συντελούνται τα τελευταία χρόνια στην χώρα μας, αλλά και στον ευρύτερο περίγυρο μας, την Ευρωπαϊκή Ένωση, μεταβάλλουν σημαντικά το τοπίο, όσον αφορά το προσδιοριστικό περιβάλλον που βιώνεται η υγεία ενός λαού. Σε αυτό, λοιπόν, το συνεχώς διαμορφούμενο περιβάλλον η ανάδειξη της υγείας σαν βασικού παράγοντα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης θα πρέπει να αποτελεί ένα από τους κύριους στόχους ενός σωστά αναπτυσσόμενου κράτους με κοινωνικό χαρακτήρα. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η μέτρηση και εκτίμηση της ικανοποίησης των επαγγελματιών υγείας στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα για τις παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας. Υλικό - Μέθοδος: Για την έρευνα, χρησιμοποιήθηκε ως εργαλείο ένα ερωτηματολόγιο το οποίο δόθηκε προς συμπλήρωση σε ένα τυχαίο δείγμα επαγγελματιών υγείας του νομού Αττικής τον Μάρτιο του 2007. Το δείγμα μελέτης αποτέλεσαν 120 επαγγελματίες υγείας (ιατροί, νοσηλευτές, τραυματιοφορείς). Οι 60 ήταν επαγγελματίες υγείας που εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα (ιδιωτικές κλινικές, διαγνωστικά κέντρα, ιδιωτικά ιατρεία) και οι υπόλοιποι 60 ήταν επαγγελματίες υγείας που εργάζονται στον δημόσιο τομέα (νοσοκομεία, κέντρα υγείας, ΕΚΑΒ, ΙΚΑ). Αποτελέσματα: Από τη έρευνα διαπιστώθηκε, μεταξύ άλλων, ότι από τους επαγγελματίες υγείας του ιδιωτικού τομέα που απάντησαν το 70% και το 55% του δημόσιο τομέα αντίστοιχα θεωρεί καλή την ποιότητα των υγειονομικών υπηρεσιών. Επίσης, θεωρεί ότι είναι ανεπαρκείς οι υγειονομικές υπηρεσίες που προσφέρονται από τον ιδιωτικό τομέα το 40%, και από τον δημόσιο τομέα το 75%. Επιπρόσθετα, στο μέλλον οι υγειονομικές υπηρεσίες που θα προσφέρονται στη χώρα μας θα είναι χειρότερες από τις σημερινές εξαιτίας των αυξανόμενων δαπανών πιστεύει το 60% των επαγγελματιών υγείας του ιδιωτικό τομέα ενώ το ίδιο υποστηρίζει το 45% στον δημόσιο τομέα. Επιπλέον το 65% στον ιδιωτικό τομέα και το 55% στον δημόσιο τομέα αντίστοιχα δηλώνει ότι είναι πρόθυμοι να πληρώσουν περισσότερο για καλύτερες υγειονομικές υπηρεσίες ακόμα και αν αυτό σημαίνει αυξημένους φόρους. Τέλος, αξιολογούν με σειρά βαρύτητας τα προβλήματα στον τομέα της υγείας. Ιδιωτικος τομέας: έλλειψη προσωπικού, ανεπαρκής χρηματοδότηση, έλλειψη εκπαίδευσης, έλεγχος , έλλειψη μηχανογράφησης και εξοπλισμός. Δημόσιος τομέας: έλλειψη προσωπικού, έλλειψη εκπαίδευσης, έλεγχος και αξιολόγηση, εξοπλισμός, ανεπαρκής χρηματοδότηση, έλλειψη μηχανογράφησης Συμπεράσματα: Υπάρχει ανάγκη για δημιουργία ενός σύγχρονου Συστήματος Υγείας, στο οποίο θα προέχει η προστασία της υγείας και όχι μόνο η διαχείριση της ασθένειας και θα εξασφαλίζονται ίδιες δυνατότητες εύκολης πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας υψηλού επιπέδου για όλους τους πολίτες.
Λέξεις κλειδιά: Υγεία, Εθνικό Σύστημα Υγείας, Ιδιωτικός τομέας παροχής υπηρεσιών υγείας, Βελτίωση των υπηρεσιών υγείας
Θεόδωρος Καπάδοχος , Βιργινία Καράμαλη , Μαρία Πολυκανδριώτη , Μαρία Μεϊδάνη
Η αιφνίδια καρδιακή ανακοπή, είναι μία από τις πρώτες αιτίες θανάτου στην Ευρώπη. Η έγκαιρη έναρξη Βασικής ΚΑΡΠΑ από τους παρευρισκόμενους, μπορεί να διπλασιάσει ή και να τριπλασιάσει τα ποσοστά επιβίωσης των θυμάτων καρδιακής ανακοπής. ΣΚΟΠΟΣ της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνηθεί η στάση των νοσηλευτών απέναντι στην έναρξη η μη, Καρδιοπνευμονικής Αναζωογόνησης (ΚΑΡΠΑ) καθώς και της διερεύνησης των αιτιών που συχνά αποτρέπουν τους νοσηλευτές από το να εφαρμόσουν Βασική ΚΑΡΠΑ σε θύματα ανακοπής, έξω από το χώρο του νοσοκομείου. ΥΛΙΚΟ – ΜΕΘΟΔΟΣ: Τον πληθυσμό της μελέτης αποτέλεσαν 177 νοσηλευτές και βοηθοί νοσηλευτών που εργάζονταν σε εννέα νοσοκομεία της Αθήνας. Για τη συλλογή των στοιχείων χρησιμοποιήθηκε ειδικά προσχεδιασμένο ερωτηματολόγιο το οποίο συμπληρώθηκε από τους νοσηλευτές εθελοντικά και ανώνυμα. Για τη στατιστική ανάλυση των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πρόγραμμα SPSS v.16 και η μέθοδος x2 και Kendall’s Tau-B. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Τον πληθυσμό της μελέτης αποτέλεσαν 78% (137) γυναίκες και 22% (40) άνδρες, με μέση ηλικία τα 31 χρόνια. Ως προς το μορφωτικό επίπεδο, το 16% (28) ήταν μέσης εκπαίδευσης, το 79% (140) ήταν ανώτατης εκπαίδευσης (απόφοιτοι ΑΤΕΙ, ΑΕΙ) και το 5% (9) ήταν κάτοχοι μεταπτυχιακού τίτλου. Οι νοσηλευτές που παρακολούθησαν πρόσφατα πιστοποιημένη εκπαίδευση, δήλωσαν περισσότερο ασφαλείς αλλά και μεγαλύτερη προθυμία στο να επέμβουν σε ένα συμβάν καρδιοαναπνευστικής ανακοπής, το οποίο αφορά γνωστό(p=0,004) ή άγνωστο θύμα (p=0,02) σε αντίθεση με τους υπόλοιπους. Ως προς τους παράγοντες που τους αποτρέπουν να ξεκινήσουν ΚΑΡΠΑ, το 43% δήλωσε ότι είναι ο φόβος για πιθανές νομικές κυρώσεις, το 30% ο φόβος μήπως βλάψουν το θύμα και μόλις το 15% ο φόβος για μετάδοση ασθένειας από το θύμα στον ανανήπτη. Ο φόβος πρόκλησης σωματικής βλάβης στο θύμα ανακοπής σχετίζεται στατιστικά σημαντικά με τις μικρότερες ηλικίες (p=0,04) καθώς και με τον μικρότερο αριθμό των εξειδικευμένων εκπαιδεύσεων σε πιστοποιημένα σεμινάρια ΚΑΡΠΑ (p<0,001). Ο φόβος για μετάδοση ασθένειας από το θύμα ανακοπής προς τον ανανήπτη, γίνεται μικρότερος όσο περισσότερο εκπαιδεύεται στην ΚΑΡΠΑ (p=0,03). ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Από τα αποτελέσματα διαφαίνεται η ανάγκη συνεχούς εκπαίδευσης και επανεκπαίδευσης των νοσηλευτών με προγράμματα πιστοποιημένα στη Βασική Υποστήριξη της Ζωής. Με τον τρόπο αυτό οι νοσηλευτές θα έχουν μεγαλύτερη προθυμία να επέμβουν σε συμβάν ανακοπής εξωνοσοκομειακά σε γνωστό και σε άγνωστο θύμα, ενώ ταυτόχρονα μειώνονται σημαντικά φόβοι που συνήθως λειτουργούν αποτρεπτικά.
Λέξεις κλειδιά: ΚΑΡΠΑ, στάσεις, αίτια, νοσηλευτές