Στυλιανή Ζέρβα , Μαγδαληνή Ζέρδιλα
Τις τελευταίες δεκαετίες η παχυσαρκία, αποτελεί ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα υγείας, με περίπου 310 εκατομμύρια πάσχοντες σε όλο τον κόσμο και συχνά αναγνωρίζεται ως χρόνια νόσος. Ο όρος παχυσαρκία αναφέρεται στην υπερβολική συγκέντρωση λίπους, ενώ η κύρια αιτία της παχυσαρκίας είναι η πρόσληψη περισσότερων θερμίδων από τις απαιτούμενες καθημερινές ανάγκες. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η ανασκόπηση των αιτιών της παχυσαρκίας, όπως επίσης και των παραγόντων κινδύνου. Η μεθοδολογία της εργασίας περιελάμβανε αναζήτηση ανασκοπικών και ερευνητικών μελετών, που αναφέρονταν στην αιτιολογία, στους παράγοντες κινδύνου και στον ευεργετικό ρόλο της άσκησης στην διατήρηση του βάρους σώματος. Αποτελέσματα: Η πλειοψηφία των ερευνητικών μελετών έδειξε, ότι αυξανόμενος αριθμός ενηλίκων, παιδιών και εφήβων σε όλο τον κόσμο αντιμετωπίζουν τον κίνδυνο της παχυσαρκίας. Στη βιβλιογραφία αναφέρεται, ότι γενετικοί και περιβαλλοντικοί παράγοντες ευθύνονται για την εκδήλωση της παχυσαρκίας. Έχει πλήρως τεκμηριωθεί, ότι οι κύριες θεραπευτικές προσεγγίσεις για την απώλεια βάρους είναι η αλλαγή του τρόπου ζωής και ο συνδυασμός μιας καλά ισορροπημένης υποθερμιδικής δίαιτας με συστηματική σωματική άσκηση. Συμπεράσματα: Το πρόβλημα της παχυσαρκίας και της υπερβολικής αύξησης βάρους έχει εξελιχθεί σε επιδημία στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες του κόσμου. Η ραγδαία αύξηση του αριθμού των παχύσαρκων ατόμων αντανακλά τις αλλαγές του περιβάλλοντος, την μειωμένη σωματική δραστηριότητα και την αυξημένη πρόσληψη τροφής.
Λέξεις κλειδιά: παχυσαρκία, ενήλικες, έφηβοι, σωματική άσκηση
Κωνσταντίνα Αντωνίου , Γεωργία Βασιλοπούλου
Τα μυοσκελετικά προβλήματα των νοσηλευτών αποτελούν την μεγαλύτερη πηγή επαγγελματικής ανικανότητας παγκοσμίως. Η συχνότητα εμφάνισης των μυοσκελετικών παθήσεων και ιδιαίτερα της οσφυαλγίας αυξάνεται με ανησυχητικό ρυθμό στο νοσηλευτικό προσωπικό σε σύγκριση με τον γενικό πληθυσμό. Σκοπός: της παρούσας ανασκόπησης ήταν η διερεύνηση της σχέσης μυοσκελετικών παθήσεων και νοσηλευτικού προσωπικού. Υλικό και μέθοδος: Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε περιελάμβανε αναζήτηση ανασκοπικών και ερευνητικών μελετών, που αναφέρονταν στη επίδραση των μυοσκελετικών παθήσεων στην υγεία των νοσηλευτών. Αποτελέσματα: Πλήθος ερευνητικών μελετών έδειξαν, ως κύρια αιτία των μυοσκελετικών παθήσεων την χειρονακτική μετακίνηση των ασθενών. Άλλες αιτίες που συντελούν στην εμφάνιση αυτών των παθήσεων είναι η κακή στάση του σώματος, η πολύωρη ορθοστασία, τα έτη προϋπηρεσίας, ο μη εργονομικός σχεδιασμός του περιβάλλοντος καθώς και διάφοροι άλλοι προδιαθεσικοί παράγοντες. Παρότι, πλήθος μεθόδων έχουν χρησιμοποιηθεί για το έλεγχο και την ελαχιστοποίηση αυτών των προβλημάτων, εντούτοις η χρήση αυτών δεν έχει αποδειχθεί, ότι συντελεί στην μείωση των μυοσκελετικών προβλημάτων. Συμπεράσματα: Η παρούσα ανασκοπική μελέτη επιβεβαιώνει, ότι υπάρχει αυξημένη συχνότητα εμφάνισης μυοσκελετικών προβλημάτων στους νοσηλευτές και κυρίως στην οσφυϊκή μοίρα. Η πρόληψη διαμέσου της ενημέρωσης, όπως επίσης και η έγκαιρη αναγνώριση των νοσηλευτών που ανήκουν στην ομάδα υψηλού κινδύνου μπορεί να μειώσει τις μακροπρόθεσμες καταστροφικές επιπτώσεις στην υγεία
Λέξεις κλειδιά: Μυοσκελετικές παθήσεις, επαγγελματικά αίτια, προδιαθεσικοί παράγοντες, ενημέρωση
Μαρία Μαλλιαρού , Παύλος Σαράφης , Σοφία Ζυγά
Στόχος: Η παρούσα εργασία έχει ως στόχο να αποσαφηνίσει την έννοια της ποιότητας στον χώρο της υγείας αλλά και να καθορίσει τους ποιοτικούς και ποσοτικούς δείκτες ποιότητας στο ΤΕΠ, που η μέτρηση τους εφαρμόζεται σε προηγμένες υγειονομικά χώρες για την προώθηση της ποιοτικής παροχής υπηρεσιών υγείας στην επείγουσα φροντίδα. Με μετρήσεις συγκεκριμένων δεικτών, επιδιώκεται η παρακολούθηση και αξιολόγηση δεδομένων και αποτελεσμάτων και πιστοποιείται η ποιότητα του ΤΕΠ. Μέθοδος: Για την εντόπιση της σχετικής βιβλιογραφίας έγινε συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και χρησιμοποιήθηκαν οι ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων Blackwell-Synergy (1990-2008), και Medline (1990-2008) και οι λέξεις κλειδιά ΤΕΠ, ασφάλεια), ποιότητα, ανταπόκριση, ικανοποίηση, αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα, καταλληλότητα, προσβασιμότητα), ικανότητα. Συμπληρωματική βιβλιογραφία αναζητήθηκε και μέσω άλλων ηλεκτρονικών μηχανών αναζήτησης διαδικτύου καθώς επίσης και μέσω βιβλιογραφικών παραπομπών των ήδη ανακτημένων άρθρων. Αποτελέσματα: Βρέθηκε ότι καθοριστικοί παράγοντες για την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών αποτελούν, η αξιοπιστία που περιλαμβάνει έννοιες όπως η σταθερότητα της φροντίδας, η συνέπεια της εκτέλεσης και η διάρκεια των παρεχόμενων υπηρεσιών, η ανταπόκριση και η ετοιμότητα του προσωπικού να εξυπηρετήσουν το χρήστη, η ικανότητα του προσωπικού, η προσβασιμότητα στις υπηρεσίες υγείας, η ευγένεια η κατανόηση και επικοινωνία των επαγγελματιών υγείας σε συνάφεια με τον επαγγελματισμό του, την ασφάλεια, καθώς και το περιβάλλον εργασίας.
Λέξεις κλειδιά: ΤΕΠ, ασφάλεια, ποιότητα, ανταπόκριση, ικανοποίηση, αποτελεσματικότητα, αποδοτικότητα, καταλληλότητα, προσβασιμότητα, ικανότητα
Βασιλική Κουτσοπούλου-Σοφικίτη , Μάρθα Κελέση-Σταυροπούλου , Ευγενία Βλάχου , Γεωργία Φασόη-Μπαρκά
ΕΙΣΑΓΩΓΗ: Η επιβίωση και η ποιότητα ζωής εξαρτάται από την περιοδική διόρθωση βιολογικών παραμέτρων με την ανάλογη τεχνική βοήθεια, όπως συμβαίνει με τους ασθενείς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια. ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η εκτίμηση της διαταραχής της προσωπικότητας και οι επιπτώσεις στην ποιότητα ζωής. ΥΛΙΚΟ-ΜΕΘΟΔΟΣ: Τα δεδομένα συλλέχτηκαν μέσω ερωτηματολογίου (EPQ), το οποίο έχει κριθεί αξιόπιστο για την εκτίμηση ομάδων ασθενών του ελληνικού πληθυσμού. Στην εργασία αυτή συμπεριελήφθησαν 103 ασθενείς, 54 (55%) άνδρες, ηλικίας 51,5±15,4 και 49 (45%) γυναίκες, ηλικίας 50,3±15,5 ετών, που ευρίσκονται σε ΧΠΑ σε μία από τρεις μονάδες τεχνητού νεφρού, σε αντίστοιχα νοσοκομεία των Αθηνών. Οι ασθενείς συμπλήρωσαν το ερωτηματολόγιο EPQ, το οποίο αποτελείται από 84 ερωτήσεις εκ των οποίων οι 24 αποσκοπούν στον έλεγχο των διαταραχών ψυχωτισμού, 22 στον έλεγχο διαταραχών νευρωτισμού, 19 για τον έλεγχο της εξω-εσωστρέφειας, 16 για τον έλεγχο πρόθεσης ψεύδους, ενώ οι υπόλοιπες έχουν συμπεριληφθεί προς αντιπερισπασμό. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Διαπιστώθηκε ότι και οι τρεις κλίμακες ελέγχου διαταραχών προσωπικότητας έχουν συστηματικά επηρεασθεί, συγκριτικά με ομάδα 138 υγιών ατόμων της ομάδας ελέγχου, αντιστοιχισμένων ως προς την ηλικία και το φύλο. Ειδικότερα διαπιστώθηκε ότι οι άνδρες υπό ΧΠΑ βρέθηκαν σε χαμηλότερη περιοχή της κλίμακας μέτρησης νευρωτισμού ενώ οι γυναίκες ασθενείς εμφάνισαν χαμηλότερη βαθμολογία στην κλίμακα μέτρησης ψυχωτισμού. Η αρχική πάθηση που προκάλεσε την αρχική ανεπάρκεια και την εξ αυτής υποχρέωση ένταξης σε πρόγραμμα ΧΠΑ συσχετίσθηκε με συγκεκριμένου τύπου διαταραχές προσωπικότητας. Ειδικότερα οι πάσχοντες από αγγειακές παθήσεις εμφάνισαν τάση να αναπτύσσουν νευρωτισμό σε μεγαλύτερο βαθμό από ότι οι πάσχοντες από σπειραματονεφρίτιδα των οποίων η κλίμακα μέτρησης ψυχωτισμού εμφάνισε μεγαλύτερη υποστροφή. Η διαταραχή του νευρωτισμού εμφανίστηκε σημαντικά μειωμένη στους πάσχοντες από πολυκυστικό νεφρό, ενώ αντίθετα, η διαταραχή του ψυχωτισμού έλαβε τιμή παρόμοια με εκείνη των ασθενών με σπειραματονεφρίτιδα. Το ιστορικό αποτυχημένης μεταμόσχευσης ή η προσδοκία μεταμόσχευσης άσκησαν σημαντική επίδραση στην διαμόρφωση διαταραχών προσωπικότητας. Η οικογενειακή κατάσταση είχε τέλος σημαντική επίδραση στη διαμόρφωση διαταραχών προσωπικότητας καθώς μεγαλύτερος βαθμός νευρωτισμού παρατηρήθηκε μεταξύ των αγάμων-ασθενών, που μπορεί να ερμηνεύεται από την ευχερέστερη προσαρμογή των εγγάμων στις συνθήκες ΧΠΑ με την υποστήριξη της οικογένειας. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Συμπερασματικά, οι ασθενείς με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια απότοκη συστηματικών αγγειακών παθήσεων ή μη ιάσιμων παθολογικών καταστάσεων του ουροποιητικού, εκδηλώνουν διαταραχές της προσωπικότητας. Ο τύπος και η βαρύτητα των διαταραχών εξαρτώνται από το φύλο, την ηλικία, την αρχική παθολογική εκτροπή που προκάλεσε την χρόνια νεφρική ανεπάρκεια και την υποχρέωση ένταξης σε πρόγραμμα χρόνιας περιοδικής αιμοκάθαρσης, καθώς επίσης και από το ιστορικό ή την προσδοκία πτωματικής ή «εν ζωή» μεταμόσχευσης νεφρού
Λέξεις κλειδιά: Χρόνια Περιοδική Αιμοκάθαρση, Ποιότητα ζωής σε χρόνια αιμοκαθερόμενους ασθενείς, Διαταραχές προσωπικότητας ουραιμικών ασθενών
Γεώργιος Κατσιμίγκας , Χαρά Σπηλιοπούλου , Ιωάννης Παπαφιλιππόπουλος , Κωνσταντίνα Χατζηλάου , Αντώνιος Καραβάς , Αθανασία Κωνσταντινοπούλου
ΣΚΟΠΟΣ: Η αξιολόγηση των στάσεων και των απόψεων των εθελοντών αιμοδοτών σχετικά με την ευγονική. Ταυτόχρονα, η διερεύνηση της συσχέτισής της με διάφορους δημογραφικούς παράγοντες, όπως το επίπεδο σπουδών, το φύλο, η ηλικία, η σημαντικότητα της θρησκείας κ.α. ΥΛΙΚΟ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΣ: Το δείγμα της μελέτης περιελάμβανε 252 αιμοδότες, που προσφέρουν εθελοντικά αίμα και παράγωγα, σε Κέντρο Αιμοδοσίας στην περιοχή των Αθηνών. Η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε με έντυπο ανώνυμο ερωτηματολόγιο που αναπτύχθηκε για το σκοπό της έρευνας. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Η συντριπτική πλειονότητα των εθελοντών αιμοδοτών σε ποσοστό μεγαλύτερο του 50% συμφωνεί, ότι η κοινωνία πιθανώς να μη προσφέρει πότε επαρκή υποστήριξη σε άτομα με αναπηρίες, επίσης μια γυναίκα θα πρέπει να υποβάλλεται σε προγεννητικό έλεγχο αν ενδείκνυται ιατρικά από την ηλικία και το οικογενειακό της ιστορικό. Το 79% συμφωνεί ότι, θα ήθελε να μάθει περισσότερα για τα ηθικά διλλήματα που προκύπτουν από την εφαρμογή της γενετικής στον άνθρωπο. Ανεξάρτητες μεταβλητές που επηρεάζουν τη στάση ως προς τη ευγονική, βρέθηκαν η σημαντικότητα της θρησκείας, το επίπεδο της εκπαίδευσης, το φύλο και o αριθμόs των παιδιών. Επίσης, βρέθηκε συσχέτιση της θρησκείας και του αριθμού των παιδιών με τις γνώσεις για τα ηθικά διλλήματα της γενετικής. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Ο προγεννητικός έλεγχος, θα πρέπει να διενεργείται μόνο όταν πρόκειται να ανιχνευτούν σοβαρές γενετικές ασθένειες ή ασθένειες η θεραπεία των οποίων επιβάλλεται να αρχίσει νωρίς. Να αλλάξει ριζικά η στάση των πολιτών απέναντι στα άτομα με αναπηρίες, ώστε να αρθούν οι προκαταλήψεις και τα κοινωνικά στερεότυπα. Επίσης προτείνεται, η καλύτερη πληροφόρηση του κοινού για τα ηθικά διλλήματα που αναφύονται από την εφαρμογή της γενετικής στον άνθρωπο.
Λέξεις κλειδιά: Ευγονική, Προγεννητικός έλεγχος, Βιοηθική, Γενετική
Χρυσούλα Βαλαμουτοπούλου , Ιωάννης Κουτελέκος
Το σύνδρομο Asperger αναφέρεται στις διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές και ταξινομήθηκε ως ξεχωριστή διαταραχή αρχικά στο ICD-10(World Health Organization,1992) και στη συνέχεια στο DSM–IV (American Psychiatric Organization,1994). Το σύνδρομο Asperger διακρίνεται από μία ομάδα συμπτωμάτων που αφορούν την χαμηλή απόδοση στην κοινωνική αλληλεπίδραση και τις επικοινωνιακές δεξιότητες, καθώς και την αυξημένη στερεοτυπική συμπεριφορά σε διάφορες δραστηριότητες και ενδιαφέροντα. Σκοπός του συγκεκριμένου άρθρου που αποτελεί μελέτη περίπτωσης, είναι η περιγραφική προσέγγιση του συνδρόμου Asperger μέσα από την μελέτη συμπεριφοράς ενός παιδιού. Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε στην παρούσα εργασία στηρίχθηκε σε ανασκοπικές και ερευνητικές μελέτες που αντλήθηκαν από διεθνείς βάσεις δεδομένων, που ανταποκρίνονταν στη συγκεκριμένη μελέτη περίπτωσης του συνδρόμου Asperger. Αποτελέσματα: Τα άτομα με σύνδρομο Asperger, όπως και η μελέτη περίπτωσης, βιώνουν πραγματικά μεγάλες δυσκολίες σε στοιχειώδεις κοινωνικές συμπεριφορές, όπως αποτυχία στην ανάπτυξη και δημιουργία φιλικών σχέσεων ή στην αναζήτηση διασκεδαστικών δραστηριοτήτων μαζί με άλλους. Επιπλέον δυσκολεύονται στην κατανόηση της μη λεκτικής επικοινωνίας (γλώσσα του σώματος) και τις εκφράσεις του προσώπου, τις στάσεις σώματος ή ακόμη και την άμεση οπτική επαφή. Συμπεράσματα: Η πρώιμη αναγνώριση του συνδρόμου Asperger είναι επιτακτική, με απώτερο στόχο την συνεχή ενημέρωση και ευαισθητοποίηση όλων των επαγγελματιών υγείας αλλά και του ευρύτερου κοινού, απέναντι σε αυτό το σύνδρομο. Όσο πιο νωρίς προτρέξει ένας γονέας για τη διάγνωση, τόσο πιο μεγάλες πιθανότητες υπάρχουν για μία ενδεχόμενη λειτουργική αποκατάσταση του συνδρόμου.
Λέξεις κλειδιά: Σύνδρομο Asperger, αυτισμός, διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές, στερεοτυπική συμπεριφορά, συναισθηματικές δυσκολίες, κοινωνικές δυσλειτουργίες, μη λεκτική επικοινωνία, επαγγελματίες υγείας