Η δημογραφική γήρανση αποτελεί ένα παγκόσμιο κοινωνικό φαινόμενο που εμφανίζεται ιδιαίτερα έντονο στις αναπτυγμένες οικονομικά και βιομηχανικά χώρες. Σκοπός: Σκοπός της παρούσης μελέτης ήταν η διερεύνηση της διαχρονικής δημογραφικής εξέλιξης του Ελληνικού πληθυσμού. Μέθοδος: Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε περιελάμβανε αναζήτηση ανασκοπικών και ερευνητικών μελετών στις βάσεις δεδομένων MEDLINE, SCOPUS και ΕΣΥΕ (1991-2007) με λέξεις κλειδιά επιδημιολογία, δημογραφική γήρανση, γήρας, δημογραφία, γεννητικότητα, νοσηρότητα, θνησιμότητα. Συμπληρωματική βιβλιογραφία αναζητήθηκε και μέσω άλλων ηλεκτρονικών μηχανών αναζήτησης διαδικτύου καθώς επίσης και μέσω βιβλιογραφικών παραπομπών των ήδη ανακτημένων άρθρων. Αποτελέσματα: Από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας φάνηκε, ότι το ποσοστό του Ελληνικού πληθυσμού ηλικίας 65 ετών και άνω χρόνων αυξάνεται με γρήγορο και σταθερό ρυθμό. Ο πληθυσμός της Ελλάδας χαρακτηρίζεται από συνεχή μείωση της φυσικής αύξησης, λόγω της μείωσης του δείκτη της γεννητικότητας και αύξησης του γενικού δείκτη της θνησιμότητας που οφείλεται στην γήρανση του πληθυσμού. Η γήρανση του πληθυσμού αλλάζει το ‘επιδημιολογικό προφίλ’ των νόσων σε όλο τον κόσμο και έχει σημαντικές επιπτώσεις στην οργάνωση των υπηρεσιών υγείας και γενικότερα της κοινωνίας. Συμπεράσματα: Η μελέτη των δημογραφικών στοιχείων είναι σημαντική για την κατανόηση της κατάστασης της υγείας του πληθυσμού στην Ελλάδα τόσο στο παρόν όσο και στο μέλλον
Λέξεις κλειδιά: Επιδημιολογία, δημογραφική γήρανση, γήρας, δημογραφία, γεννητικότητα, νοσηρότητα, θνησιμότητα
Δημήτρης Παπαγεωργίου , Ιωάννης Κουτελέκος
Σκοπός της παρούσης εργασίας ήταν η ανασκόπηση της ελληνικής και διεθνούς βιβλιογραφίας σχετικά την επίδρασης της οφειλόμενης σε χημειοθεραπεία περιφερικής νευροπάθειας στην ποιότητα ζωής των ασθενών με καρκίνο. Υλικό και μέθοδος: Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε περιελάμβανε αναζήτηση ανασκοπικών και ερευνητικών μελετών, που αναφέρονταν στην επίδραση της περιφερικής νευροπάθειας στην ποιότητα ζωής ασθενών με καρκίνο. Αποτελέσματα: Τα αποτελέσματα ερευνητικών μελετών υποδεικνύουν, ότι η επιβίωση των ασθενών με καρκίνο, δεν αποτελεί το μοναδικό στόχο της θεραπευτικής αγωγής. Παρότι, η διερεύνηση των επιπτώσεων της περιφερικής νευροπάθειας στην ποιότητα ζωής δεν έχει αποτελέσει έως σήμερα αντικείμενο μελέτης ερευνητικών μελετών, γενικότερα η μέτρηση της ποιότητα ζωής ασθενών με καρκίνο έχει κερδίσει μια σημαντική θέση στον χώρο της ογκολογίας. Η περιφερική νευροπάθεια επιδρά στην ικανότητα των ασθενών για την επιτέλεση των καθημερινών δραστηριοτήτων ζωής, επηρεάζοντας έτσι αρνητικά την ποιότητα ζωής των ασθενών. Συμπεράσματα: Είναι επιτακτική η ανάγκη υιοθέτησης ενός αξιόπιστου και έγκυρου εργαλείου όχι μόνο για την αξιολόγηση της περιφερικής νευροπάθειας αλλά και των επιπτώσεων της στην ποιότητα ζωής των ασθενών. Επιπροσθέτως, η δημιουργία εξειδικευμένων νευρολογικών κέντρων, αποτελεί θέμα υψίστης σπουδαιότητας.
Λέξεις κλειδιά: Χημειοθεραπεία, Ποιότητα Ζωής, Περιφερική Νευροπάθεια
Παρασκευή Γαβρά , Μαρία Κατή , Στέλλα Ηρακλειανού
Η στεφανιαία νόσος έχει αναγνωριστεί ως η κυριότερη αιτία θανάτου σε άνδρες μέσης ηλικίας και μια εξίσου σημαντική αιτία θανάτου και ανικανότητας στις γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας. Η εμφάνιση της νόσου σε μεγαλύτερη ηλικία στις γυναίκες φαίνεται να σχετίζεται με την έλλειψη της ευνοϊκής επίδρασης των οιστρογόνων στην φάση της εμμηνόπαυσης, τα οποία δρουν ευνοϊκά στο μεταβολισμό των λιπιδίων, στο αγγειακό τοίχωμα, καθώς και στο σύστημα της πήξης και της ινωδόλυσης. Στην εκδήλωση ισχαιμικής καρδιοπάθειας στις γυναίκες φαίνεται να συμβάλλει και η διαφορετική ανατομία και φυσιολογία των αγγείων τους. Οι γυναίκες έχουν στεφανιαία αγγεία μικρότερα και με περισσότερο διάχυτες αλλοιώσεις σε σχέση με αυτά των ανδρών. Επίσης, συχνά προκαλείται ισχαιμία στις γυναίκες χωρίς εμφανείς αγγειακές στενώσεις λόγω ενδοθηλιακής δυσλειτουργίας ή αγγειόσπασμου. Ο τρόπος εκδήλωσης της νόσου και τα ευρήματα στο ΗΚΓ στις γυναίκες δεν είναι τυπικά. Συνήθως οι γυναίκες καθυστερούν να αναζητήσουν ιατρική βοήθεια και συνεπώς να υποβληθούν σε διερεύνηση. Ο τρόπος διερεύνησης και αντιμετώπισης των γυναικών είναι συντηρητικός σε σχέση με τους άνδρες. Οι άντρες συνήθως υπερδιαγιγνώσκονται και υπερθεραπεύονται ακόμη και στις κατηγορίες χαμηλού κινδύνου, ενώ οι γυναίκες αντιμετωπίζονται επεμβατικά σε χαμηλότερο βαθμό ακόμη και στις κατηγορίες υψηλού κινδύνου. Με βάση τις συστάσεις της ΑΗΑ (Αmerican Heart Association) η πρόληψη και η θεραπεία της στεφανιαίας νόσου στις γυναίκες αφορά μεταβολές του τρόπου ζωής, παρεμβάσεις σε μείζονες παράγοντες κινδύνου, όπως η ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης, η αντιμετώπιση της δυσλιπιδαιμίας και η καλή ρύθμιση του σακχάρου, προληπτική χρήση φαρμάκων και φάρμακα των οποίων δεν συνιστάται η χρήση τους. Στην τελευταία κατηγορία ανήκει η ορμονική θεραπεία υποκατάστασης για πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη της στεφανιαίας νόσου στις γυναίκες.
Λέξεις κλειδιά: γυναίκες, στεφανιαία νόσος, οιστρογόνα, αγγεία, πρόληψη
Μαρία Μανιού , Ελισάβετ Ιακωβίδου
Θεμελιώδη αρχή της πολιτικής στον τομέα της Υγείας, αποτελεί η δημιουργία ενός σύγχρονου Συστήματος Υγείας, στο οποίο θα προέχει η προστασία της υγείας και όχι μόνο η διαχείριση της ασθένειας και θα εξασφαλίζονται ίδιες δυνατότητες εύκολης πρόσβασης στις υπηρεσίες υγείας υψηλού επιπέδου για όλους τους πολίτες. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να εκτιμηθεί η παρουσία των δημόσιων και ιδιωτικών νοσοκομείων στον ελλαδικό χώρο. Συμπεράσματα: Υπάρχει ανάγκη και είναι απαραίτητη η αξιολόγηση προτάσεων και λύσεων για την προαγωγή των προσφερόμενων υπηρεσιών υγείας, προς όφελος του Έλληνα πολίτη.
Λέξεις κλειδιά: Υγεία, Ιδιωτικός και δημόσιος τομέας παροχής υπηρεσιών υγείας, Ελλάδα
Ζωή Ρούπα , Μαρία Πολυκανδριώτη , Ευθύμιος Φάρος , Ιωάννα Γουρνή , Πηνελόπη Σωτηροπούλου , Μαρίτσα Γουρνή
Η θεραπευτική διαδικασία της υπογονιμότητας επηρεάζει σημαντικά όχι μόνο την ποιότητα της σχέσης του ζευγαριού αλλά και τη ψυχολογία του καθενός ξεχωριστά. Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση των απόψεων των υπογόνιμων ζευγαριών ως προς τις μεθόδους Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής. Υλικό και μέθοδος: Τον πληθυσμό της μελέτης αποτέλεσαν 110 υπογόνιμα ζευγάρια, τα οποία αναζήτησαν ιατρική βοήθεια σε Κέντρο Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής. Για τη συλλογή των στοιχείων χρησιμοποιήθηκε ειδικά διαμορφωμένο ερωτηματολόγιο για τις ανάγκες της έρευνας, το οποίο περιελάμβανε ερωτήσεις που αφορούσαν τις απόψεις των υπογόνιμων ζευγαριών. Για τη στατιστική ανάλυση χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πρόγραμμα SPSS 13. Αποτελέσματα: Από τα 110 ζευγάρια που μελετήθηκαν, το 44,3% ακολουθούσε την κλασική μέθοδο Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής(IVF), το 37,8% την ομόλογη σπερματέγχυση, το 14,1% τη μικρογονιμοποίηση (ICSI) το 3,1% την ετερόλογη σπερματέγχυση και το 0,7% την ενδοσαλπιγγική μεταφορά γαμετών (GIFT). Ως προς τους παράγοντες που δυσχεραίνουν τη λήψη απόφασης για Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή, στο 27,3% των συμμετεχόντων ήταν οι παρενέργειες λόγω της θεραπείας, στο 22,7% ο οικονομικός παράγοντας, στο 7,3% η άποψη του περιβάλλοντος, στο 10,0% ο ψυχολογικός και στο 4,5% ο θρησκευτικός παράγοντας. Το 73,6% του πληθυσμού της μελέτης δήλωσε, ότι θα ξαναπροσπαθούσε για την απόκτηση ενός ακόμα παιδιού, εάν η προηγούμενη προσπάθεια ήταν επιτυχής και το 94,5% δήλωσε, ότι θα ξαναπροσπαθούσε εάν η προηγούμενη προσπάθεια ήταν ανεπιτυχής. Ως προς το τι θα θυσίαζαν οι ερωτηθέντες στον ερχομό ενός παιδιού το 58,3% απάντησε, ότι θα θυσίαζε τα πάντα, το 14,5% τον ελεύθερο χρόνο, το 4,5% τη διασκέδαση, το 3,6% την εργασία, το 2,7% τον αθλητισμό και το 16,4% δεν θα θυσίαζε τίποτα. Το 73,6% των ζευγαριών που είχαν υποβληθεί σε κάποια μέθοδο Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής δεν είχε δεχτεί ψυχολογική στήριξη και το 26,4% είχε δεχθεί. Το 55,4% δήλωσε, ότι επιθυμούσε την παρουσία συντρόφου στις ιατρικές διαδικασίες, το 36,4% σε ορισμένες και το 8,2% σε όλες. Το 61,8% του πληθυσμού της μελέτης δήλωσε, ότι δεν θα χρησιμοποιούσε σπέρμα δότη και το 68,2% ωάριο δότριας. Συμπεράσματα: Η ανάπτυξη συμβουλευτικής στήριξης θεωρείται αναγκαία για τα υπογόνιμα ζευγάρια που ακολουθούν κάποια μέθοδο Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής.
Λέξεις κλειδιά: υπογονιμότητα, απόψεις, μέθοδοι Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής
Γεωργία Βασιλοπούλου , Κωνσταντίνα Αντωνίου , Παναγιώτα Ιορδάνου
Οι επαγγελματικοί κίνδυνοι και η λοίμωξη από τον ιό της ηπατίτιδας Β (ΗΒV) αποτελεί τους συνηθέστερους κινδύνους που αντιμετωπίζουν οι επαγγελματίες υγείας. Σκοπός της παρούσας ερευνητικής εργασίας ήταν να διερευνηθεί η ενημέρωση των επαγγελματιών υγείας ως προς την ηπατίτιδα Β και τους επαγγελματικούς κινδύνους, όπως επίσης η ύπαρξη και εφαρμογή πρωτοκόλλων στην καθημερινή κλινική πρακτική. Υλικό και μέθοδος: Τον πληθυσμό της μελέτης αποτέλεσαν 454 νοσηλευτές που εργάζονταν σε νοσοκομεία ιδιωτικού τομέα της Αθήνας. Η συλλογή των στοιχείων έγινε με τη συμπλήρωση ειδικά σχεδιασμένου ερωτηματολογίου για τις ανάγκες της έρευνας. Για τη στατιστική ανάλυση χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο SPSS 13 και η στατιστική δοκιμασία Χ2 test και t-test. Αποτελέσματα: Από τα 454 άτομα που συμμετείχαν στη μελέτη, το 13% ήταν άνδρες και το 87% γυναίκες. Ως προς τα δημογραφικά στοιχεία, η μέση ηλικία των ατόμων ήταν 31 έτη, ως προς την οικογενειακή κατάσταση, το 37% ήταν άγαμοι, το 60% έγγαμοι και το 3% διαζευγμένοι και ως προς το μορφωτικό επίπεδο, το 42% ήταν απόφοιτοι τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ενώ 44% ήταν απόφοιτοι τεχνικών σχολών. Ο μέσος όρος προϋπηρεσίας σε νοσοκομείο ήταν 7,6 έτη. To 94% του πληθυσμού της μελέτης δήλωσε, ότι ήταν ενημερωμένο σχετικά με τους επαγγελματικούς κινδύνους, ενώ το 87% δήλωσε ενημερωμένο ως προς τους κινδύνους έκθεσης στον ιό της ηπατίτιδας Β. Ως προς τη πηγή ενημέρωσης, στο 46% ήταν η αρμόδια υπηρεσία του νοσοκομείου, ενώ ακολούθησαν η βιβλιογραφία με 44%, οι διαλέξεις/ομιλίες με 27%, τα επιστημονικά συνέδρια 23%, τα ενημερωτικά φυλλάδια που διανεμήθηκαν στο νοσοκομείο 22%, τα ΜΜΕ 20%, τα πρόγραμμα συνεχιζόμενης κατάρτισης 13% και τελευταίο το internet 15%. Ως προς την ύπαρξη πρωτοκόλλου, το 52% των συμμετεχόντων δήλωσαν, ότι δεν υπήρχε εύκολα προσπελάσιμο πρωτόκολλο προφυλάξεων και αντιμετώπισης έκθεσης στην ηπατίτιδα Β στον εργασιακό τους χώρο, ενώ το 28% δήλωσαν, ότι δεν γνώριζαν την ύπαρξη ή όχι τέτοιου πρωτοκόλλου. Συμπεράσματα: Παρότι, υψηλό ποσοστό νοσηλευτικού προσωπικού βρέθηκε, ότι ήταν ενημερωμένο ως προς τους επαγγελματικούς κινδύνους και τους κινδύνους έκθεσης και μόλυνσης από την ηπατίτιδα Β, εντούτοις είναι επιτακτική ανάγκη να καθιερωθεί η σύνταξη και εφαρμογή πρωτοκόλλων στην καθημερινή κλινική πρακτική.
Λέξεις κλειδιά: Ηπατίτιδα Β, ενημέρωση, νοσηλευτές, νοσηλεύτριες, πρωτόκολλα έκθεσης
Αντιγόνη Φουντούκη , Θεόδωρος Γκατζέλης , Δημήτριος Πάντας , Δημήτρης Θεοφανίδης
Τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι και οι μορφές επικοινωνίας που χρησιμοποιούν για την επίλυση τους, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες της διεπαγγελματικής συνεργασίας και της εύρυθμης λειτουργίας ενός οργανισμού. Σκοπός: Σκοπός της εργασίας ήταν η διερεύνηση του επιπέδου συνεργασίας και επικοινωνίας μεταξύ του νοσηλευτή και των λοιπών επαγγελματιών υγείας ενός επαρχιακού νοσοκομείου. Υλικό-μέθοδος: Το δείγμα αποτέλεσαν 83 επαγγελματίες υγείας όλων των ειδικοτήτων. Η συλλογή των δεδομένων έγινε με ανώνυμο ερωτηματολόγιο 25 ερωτήσεων οι οποίες εκτός από τα δημογραφικά στοιχεία, αφορούσαν τη συνεργασία και τις προϋποθέσεις της, την επικοινωνία και τα αίτια της επαγγελματικής σύγκρουσης και τέλος την επαγγελματική επάρκεια ως παράγοντα προώθησης της διεπαγγελματικής συνεργασίας. Η ανάλυση των δεδομένων έγινε με περιγραφική και μη-παραμετρικές στατιστικές μεθόδους μέσω του στατιστικού πακέτου SPSS v.14. Αποτελέσματα: Το 84,32% των ερωτηθέντων όρισε την διεπαγγελματική συνεργασία ως συνεργασία με διαφορετική ειδικότητα. Οι συνηθέστεροι λόγοι που ευθύνονταν για την προβληματική επικοινωνία μεταξύ των εργαζομένων ήταν ο φόρτος εργασίας (86,74%), η μη επάρκεια προσωπικού (77,09%) και η μεγάλη προσέλευση ασθενών (66,25%). Το μεγαλύτερο πλεονέκτημα της διεπαγγελματικής συνεργασίας κατά την άποψη των ερωτηθέντων ήταν ο σωστός καταμερισμός εργασίας (96,37%), η καλύτερη ποιότητα παρεχόμενης φροντίδας (86,73%) και η ταχύτερη διεκπεραίωση εργασιών (82,83%). Συμπεράσματα: Η προβληματική επικοινωνία λόγω του φόρτου εργασίας, η έλλειψη προσωπικού καθώς και η μη αποσαφήνιση των αρμοδιοτήτων δημιουργεί μια συνεχή ένταση μεταξύ των εργαζομένων, με αποτέλεσμα να επηρεάζεται η διεπαγγελματική συνεργασία στο χώρο του Νοσοκομείου.
Λέξεις κλειδιά: Διεπαγγελματική συνεργασία, επαγγελματική σύγκρουση, επικοινωνία, επαγγελματική εξουθένωση
Χριστίνα Ουζούνη , Κωνσταντίνος Νακάκης , Κωνσταντίνος Κουτσαμπασόπουλος , Θεόδωρος Καπάδοχος
Η κλινική εκπαίδευση στη νοσηλευτική είναι θεμελιώδης, γιατί μετουσιώνει τη θεωρητική γνώση των φοιτητών, σε πράξη και κλινική δεξιότητα. Επίσης, διαμορφώνει πρότυπα επαγγελματικής συμπεριφοράς και φροντίδας των ασθενών καθώς επίσης αναπτύσσει την κριτική σκέψη και τις ψυχοκινητικές δεξιότητες των φοιτητών. Σκοπός της παρούσας ποιοτικής μελέτης ήταν να διερευνήσει τις απόψεις φοιτητών της νοσηλευτικής για την κλινική τους εκπαίδευση. Υλικό και μέθοδος: Εφαρμόστηκε ο σχεδιασμός έρευνας “εστιασμένων συνεντεύξεων ομάδας” για να διερευνηθούν οι απόψεις 40 φοιτητών τμήματος νοσηλευτικής Τ.Ε.Ι. Οι συμμετέχοντες φοιτητές χωρίστηκαν σε 4 ομάδες των δέκα ατόμων η κάθε μία, προκειμένου να πραγματοποιηθούν εστιασμένες συνεντεύξεις ομάδας. Για την ανάλυση των ποιοτικών δεδομένων που προέκυψαν από τις συνεντεύξεις, εφαρμόσθηκε η μέθοδος της θεματικής κατηγοροποίησης και κωδικοποίησης. Αποτελέσματα: Από την ανάλυση των συνεντεύξεων προέκυψαν πέντε θεματικές κατηγορίες. Σύμφωνα με την άποψη των φοιτητών το «στρες και το κλινικό περιβάλλον μάθησης», «το κενό μεταξύ θεωρίας και πράξης», «ο ρόλος του εκπαιδευτή-αξιολογητή», η «έλλειψη ευκαιριών για την ανάπτυξη κριτικής σκέψης», η «αναζήτηση προτύπων από τους επαγγελματίες νοσηλευτές και εκπαιδευτές» ήταν οι θεματικές κατηγορίες, στις οποίες αποτυπώθηκαν οι απόψεις και οι εμπειρίες των φοιτητών για την κλινική τους εκπαίδευση. Συμπεράσματα: Τα αποτελέσματα της έρευνας δείχνουν ότι οι φοιτητές της νοσηλευτικής δεν είναι ιδιαίτερα ευχαριστημένοι από την κλινική τους εκπαίδευση. Επιπλέον, είναι προφανής η αναγκαιότητα να ενισχυθεί ο ρόλος των κλινικών εκπαιδευτών, οι οποίοι χρειάζεται να διαθέτουν εξειδικευμένη εκπαίδευση για την κλινική άσκηση των φοιτητών της νοσηλευτικής, για να μπορούν να δημιουργήσουν πρότυπα επαγγελματικής συμπεριφοράς.
Λέξεις κλειδιά: Φοιτητές νοσηλευτικής, κλινική εκπαίδευση, κλινικοί εκπαιδευτές