Ιφιγένεια Κοτσαγιώργη , Καλλιρόη Γκέκα
Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, το ενδιαφέρον των επαγγελματιών υγείας στρέφεται ολοένα και περισσότερο στην ικανοποίηση των ασθενών από την παρεχόμενη φροντίδας υγείας. Σκοπός της παρούσης εργασίας ήταν η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με την ικανοποίηση των ασθενών από την παρεχόμενη φροντίδα υγείας. Υλικό και μέθοδος: Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε περιελάμβανε αναζήτηση ανασκοπικών και ερευνητικών μελετών, κυρίως στην ηλεκτρονική βάση «pubmed» που αναφέρονταν στην ικανοποίηση των ασθενών από την παρεχόμενη φροντίδα υγείας. Αποτελέσματα: Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, η ικανοποίηση των αναγκών των ασθενών αποτελεί ένα πολύπλοκο θέμα. Ως εκπλήρωση αναγκών μπορεί να οριστεί ο βαθμός ικανοποίησης των προσδοκιών και της κάλυψης των εσωτερικών αναγκών σε σχέση με την προσωπική εμπειρία. Τα αποτελέσματα πρόσφατων ερευνών υποδεικνύουν, ότι οι προσδοκίες των ασθενών και των επαγγελματιών υγείας θα πρέπει να ταυτίζονται με απώτερο σκοπό την εξασφάλιση της συνεργασίας. Οι ικανοποιημένοι ασθενείς είναι πιθανότερο να αποδεχτούν την ιατρική περίθαλψη, να έχουν ενεργό ρόλο στην θεραπεία τους και να συνεχίσουν να εμπιστεύονται τις υπηρεσίες υγείας. Επιπροσθέτως, η αξιολόγηση της ικανοποίησης των αναγκών συμβάλλει στη βελτίωση των υπηρεσιών και στην καλύτερη διαχείριση των δαπανών για την υγεία. Τέλος, επικρατεί η άποψη, ότι η ικανοποίηση των ασθενών αποτελεί έγκυρο δείκτη της ποιοτικής φροντίδας. Συμπεράσματα: Παρότι, η ικανοποίηση των αναγκών των ασθενών είναι σχετικά υποκειμενική έννοια, εντούτοις, θα πρέπει να αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της θεραπείας τους.
Λέξεις κλειδιά: Ικανοποίηση ασθενών, ανάγκες ασθενών, ποιότητα φροντίδας, αντιλήψεις ασθενών και επαγγελματιών υγείας
Μαρία Σαρίδη , Ελπίδα Γεωργιάδη
Η υπογονιμότητα αποτελεί ένα πολυπαραγοντικό πρόβλημα υγείας με ποικίλες προσωπικές, οικονομικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (Π.Ο.Υ) περίπου το 8-10% των ζευγαριών, αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα υπογονιμότητας. Ως υπογονιμότητα ορίζεται η αδυναμία επίτευξης εγκυμοσύνης μετά από προσπάθεια ενός τουλάχιστον χρόνου ή 6 μηνών για γυναίκες άνω των 35 ετών, χωρίς κανένα μέτρο αντισύλληψης και με τακτικές φυσιολογικές σεξουαλικές επαφές. Σκοπός της μελέτης: ήταν η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας ως προς τα αίτια πρόκλησης και τους παράγοντες κινδύνου υπογονιμότητας. Μεθοδολογία: Η μεθοδολογία που ακολουθήθηκε περιελάμβανε αναζήτηση ανασκοπικών και ερευνητικών μελετών, κυρίως της τελευταίας πενταετίας στην ηλεκτρονική βάση «pubmed» που αναφέρονταν στα αίτια πρόκλησης και στους παράγοντες κινδύνου υπογονιμότητας. Αποτελέσματα: Κατά τις τελευταίες δεκαετίες, έχει παρατηρηθεί αύξηση της συχνότητας εμφάνισης της υπογονιμότητας, παγκοσμίως. Σύμφωνα με τη βιβλιογραφία, στη σημερινή εποχή η υπογονιμότητα δεν προέρχεται μόνον από προβλήματα υγείας αλλά μπορεί να είναι αποτέλεσμα επιλογών του σύγχρονου τρόπου ζωής. Τα αποτελέσματα πρόσφατων ερευνών έδειξαν, ότι ως προς το γυναικείο παράγοντα, τα προβλήματα από τις σάλπιγγες, τις ωοθήκες, τη μήτρα και οι διαταραχές της εμμήνου ρύσεως αποτελούν τα κύρια αίτια υπογονιμότητας, ενώ όσον αφορά τον ανδρικό παράγοντα, η κακή ποιότητα σπέρματος και η κιρσοκήλη. Άλλοι συνυπεύθυνοι παράγοντες είναι περιβαλλοντικοί, κοινωνικο οικονομικοί, όπως επίσης η προχωρημένη ηλικία τεκνοποίησης και το κάπνισμα. Συμπεράσματα: Από τα αποτελέσματα της βιβλιογραφίας, διεξάγεται το συμπέρασμα, ότι η υπογονιμότητα αποτελεί ένα σύνθετο πρόβλημα το οποίο απειλεί τις χώρες με έντονο δημογραφικό πρόβλημα. Η ενημέρωση των ζευγαριών ως προς τους παράγοντες κινδύνου αποτελεί ακρογωνιαίο λίθο για την πρόληψη.
Λέξεις κλειδιά: Υπογονιμότητα, αίτια υπογονιμότητας, παράγοντες κινδύνου
Οι εξελίξεις της Ιατρικής και Νοσηλευτικής Επιστήμης έχουν συμβάλλει σημαντικά στην επιμήκυνση του προσδόκιμου επιβίωσης για μεγάλες κατηγορίες αρρώστων με χρόνιες παθήσεις. Όταν όμως η ποιότητα ζωής εξαρτάται από την περιοδική διόρθωση βιολογικών παραμέτρων, όπως συμβαίνει με τα άτομα με χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, η κατάσταση αυτή επιδρά τόσο στον ασθενή όσο και στο περιβάλλον του. Σκοπός της συγκεκριμένης εργασίας είναι η εκτίμηση των ψυχιατρικών διαταραχών που εμφανίζουν οι αιμοκαθαιρόμενοι ασθενείς καθώς και η επίδραση αυτών των διαταραχών στην ποιότητα ζωής τους. Υλικό και μέθοδος: Για την εντόπιση της σχετικής βιβλιογραφίας έγινε συστηματική ανασκόπηση αυτής και χρησιμοποιήθηκε η ηλεκτρονική βάση δεδομένων Medline (1980‐2009) καθώς και οι λέξεις κλειδιά αιμοκάθαρση, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, ποιότητα ζωής, ψυχιατρικές διαταραχές. Συμπληρωματική βιβλιογραφία αναζητήθηκε και μέσω άλλων ηλεκτρονικών μηχανών αναζήτησης διαδικτύου. Αποτελέσματα: Η χρονιότητα και η συχνότητα της χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας, η πιθανή κινητική δυσπραγία καθώς και η απαραίτητη μακροχρόνια θεραπεία δημιουργούν αντίστοιχα προβλήτα, τα οποία επεκτείνουν τη νόσο και πέρα από τον ιατρικό χώρο προσδίδοντάς της διαστάσεις κοινωνικοοικονομικές, οι οποίες περιπλέκουν τις συνακόλουθες ψυχιατρικές διαταραχές. Συμπεράσματα: Οι συγκεκριμένοι ασθενείς υφίστανται τις κακουχίες της νόσου καθώς και της θεραπευτικής αγωγής και παράλληλα βρίσκονται αντιμέτωποι µε το πλήθος των συνοδών και αλληλοεξαρτώμενων προβλημάτων, τα οποία προκύπτουν στην καθημερινή τους διαβίωση και προδιαγράφουν περιοριστικά τον τρόπο ζωής τους.
Λέξεις κλειδιά: Ψυχιατρικές διαταραχές, αιμοκάθαρση, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια
Ελένη Δοκουτσίδου , Αλέξανδρος Καντιάνης
Η αυξημένη νοσηρότητα και η σημαντική θνητότητα που συνεπάγονται οι οισοφαγικοί κιρσοί καθιστούν την πρόληψη και την θεραπεία της κιρσορραγίας ακρογωνιαίους λίθους στην συνολική αντιμετώπιση της πυλαίας υπέρτασης. Προς την κατεύθυνση αυτή χρησιμοποιούνται ευρέως δύο ενδοσκοπικές τεχνικές, η ενδοσκοπική σκληροθεραπεία (Endoscopic Sclerotherapy - EST) και η ενδοσκοπική απολίνωση (Endoscopic Variceal Ligation - EVL). Σκοπός: H ανασκόπηση της σημαντικότητας του νοσηλευτικού ρόλου στις ενδοσκοπικές τεχνικές της σκληροθεραπείας (EST) και της απολίνωσης (banding) των κιρσών του οισοφάγου (EVL) με βάση την πρόσφατη βιβλιογραφία. Υλικό-Μέθοδος: Για την εκπόνηση της εργασίας ανασκοπήθηκε η πρόσφατη ελληνική και διεθνής βιβλιογραφία, με ιδιαίτερη έμφαση σε άρθρα νοσηλευτικού ενδιαφέροντος, που δημοσιεύθηκαν την τελευταία 25ετία στη βάση δεδομένων Medline. Αποτελέσματα: Η EST εξακολουθεί να παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος της αντιμετώπισης της οξείας κιρσορραγίας. Από την άλλη, η EVL έχει καταστεί η ενδοσκοπική θεραπεία εκλογής για την πρόληψη της υποτροπής αυτής της τόσο σοβαρής επιπλοκής της πυλαίας υπέρτασης. Ο ρόλος τους στην πρωτογενή πρόληψη της κιρσορραγίας είναι περιορισμένος και μόνο στις περιπτώσεις όπου η φαρμακευτική θεραπεία αντενδείκνυται ή είναι αναποτελεσματική. H EVL παρουσιάζει περισσότερες τεχνικές δυσκολίες σε σχέση με την EST και προϋποθέτει μεγαλύτερη εμπειρία, αν και στο σύνολό τους οι επιπλοκές της πρώτης είναι λιγότερες και ήσσονος βαρύτητας. Συμπεράσματα: Ο άρτια εκπαιδευμένος και εξοικειωμένος νοσηλευτής διαδραματίζει ουσιαστικό ρόλο στην αξιολόγηση της κλινικής πορείας του ασθενούς προ, κατά τη διάρκεια αλλά και μετά το πέρας της ενδοσκοπικής διαδικασίας και στην αναγνώριση της επίτευξης ή μη των στόχων της εφαρμογής της.
Λέξεις κλειδιά: Γαστροοισοφαγικοί κιρσοί, κιρσορραγία, ενδοσκοπική σκληροθεραπεία, ενδοσκοπική περίδεση κιρσών
Θεοδόσιος Σταυριανόπουλος , Ελευθερία Γκεβρέκη , Ουρανία Γκουρβέλου
Η αλλαγή του κλίματος έχει επιφέρει και θα επιφέρει στην ανθρώπινη υγεία σημαντικές συνέπειες. Η νοσηλευτική πρέπει να συμμετάσχει πιο κεντρικά στις προσπάθειες ανταπόκρισης κι ελάττωσης της οξύτητας του προβλήματος. Σκοπός: Η ανασκόπηση των διαθέσιμων σύγχρονων βιβλιογραφικών δεδομένων αναφορικά με το ρόλο που μπορεί να διαδραματίσει η νοσηλευτική επιστήμη στη παγκόσμια κλιματική αλλαγή. Υλικό και Μέθοδος: Χρησιμοποιήθηκε η μέθοδος αναζήτησης σε ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων (MEDLINE, CINAHL, SCOPUS) για ανασκόπηση της ξενόγλωσσης βιβλιογραφίας ως το 2009. Ως αποδεκτές για τη βιβλιογραφική ανασκόπηση, κρίθηκαν οι μελέτες που αναπτύσσουν ένα πλαίσιο σύγχρονης επαγγελματικής νοσηλευτικής δράσης για την αντιμετώπιση και τη ελάττωση της οξύτητας της παγκόσμιας κλιματικής αλλαγής. Αποτελέσματα: Οι κύριοι τρόποι δράσης που μπορεί να αναλάβει η νοσηλευτική για την ελάττωση της οξύτητας του προβλήματος είναι α) κοινές τακτικές, τις οποίες μπορούν να ακολουθήσουν όλοι οι νοσηλευτές, οδηγώντας δηλαδή με το παράδειγμα, δίνοντας συμβουλές και αναλαμβάνοντας πολιτική δράση, β) καθορισμός της εξειδίκευσης και της συνεισφοράς της νοσηλευτικής σε συγκεκριμένους τομείς των γενικών συστημάτων υγείας, γ) σωστή προτεραιότητα των τόπων, δηλαδή το γεωγραφικό περιβάλλον που είναι κρίσιμης σημασίας και καθορίζει την φύση της επαγγελματικής ανταπόκρισης και δ) οι δημόσιες μελέτες και έρευνες πάνω στις οποίες οι νοσηλεύτριες χρειάζεται να βασίζουν τις αποφάσεις που λαμβάνουν γιατί η νοσηλευτική χρειάζεται ένα αφιερωμένο πεδίο έρευνας για να στηρίξει την περιβαλλοντολογική της δραστηριότητα. Συμπεράσματα: Η νοσηλευτική πρέπει να συνδεθεί στενά με άλλα επαγγέλματα και τομείς δράσης ώστε να μεγιστοποιήσει τις εθνικές και διεθνείς προσπάθειες μετριασμού κι αντιμετώπισης της κλιματολογικής αλλαγής. Η ανταπόκριση του επαγγέλματος στην κλιματολογική αλλαγή πρέπει να είναι τόσο ποικίλη όσο κι ο ίδιος ο τομέας, και να προέρχεται από όλες τις χώρες.
Λέξεις κλειδιά: Κλιματική αλλαγή, νοσηλευτές, νοσηλευτική δράση, περιβάλλον
Βασίλειος Τζιάλλας , Δημήτριος Τζιάλλας , Βασιλική Λίγκα , Κατερίνα Καστανιώτη , Βάγιος Δουλούδης , Άγγελος Τσαλκάνης
Τα τελευταία χρόνια έχει παρατηρηθεί σημαντική αύξηση της συχνότητας εισαγωγής των νέων σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) μετά από τροχαίο ατύχημα. Σκοπός της παρούσης εργασίας ήταν να συγκριθούν τα αίτια εισαγωγής νέων ηλικίας 18-30 ετών και νεαρού ενήλικου πληθυσμού 31-40 ετών στις ΜΕΘ μετά από τροχαίο ατύχημα. Υλικό – Μέθοδος: Τον πληθυσμό της μελέτης αποτέλεσαν άτομα ηλικίας 18-40 ετών, που νοσηλεύονταν σε Μονάδα Εντατικής Θεραπείας ύστερα από τροχαίο ατύχημα. Για τη συλλογή των στοιχείων χρησιμοποιήθηκε ειδικά διαμορφωμένο κλινικό πρωτόκολλο για τις ανάγκες τις έρευνας. Για την ανάλυση των αποτελεσμάτων, χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο SPSS 13 και η στατιστική μέθοδος x2. Αποτελέσματα: Το 81,2% του δείγματος ήταν άντρες και το 18,8% γυναίκες. Ως προς την υπηκοότητα το 80,1 % ήταν Έλληνες και το 19,9% αλλοδαποί. Το 34,6% των συμμετεχόντων στην έρευνα ήταν άνεργοι, το 21,2% ήταν ιδιωτικοί υπάλληλοι, το 20,1% ελεύθεροι επαγγελματίες και το 16,2% φοιτητές. Το 46,3% των τροχαίων εισήχθησαν μετά από διακομιδή τους από άλλο νοσοκομείο. Στο 69,7% των εισαγωγών ηλικίας 18-30 χρόνων και στο 74,5% ηλικίας 31-40 χρόνων συνέβη τροχαίο τη νύχτα και στο 77,3% ηλικίας 18-30 χρόνων και στο 77,0% ηλικίας 31-40 χρόνων μετά ή πριν από διασκέδαση. Από τη στατιστική ανάλυση των αποτελεσμάτων βρέθηκε, ότι η κύρια αιτία εισαγωγής νέων 18-30 χρόνων ήταν τα τροχαία ατυχήματα με στατιστικά σημαντική διαφορά σε σχέση με την ομάδα 31-40 χρόνων, p<0,001. Οι κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις, όπως επίσης οι εισαγωγές μετά από τροχαίο με δίκυκλο, βρέθηκαν στατιστικά σημαντικά συχνότερα στην ομάδα 18-30 ετών σε σύγκριση με την ομάδα 31-40 ετών, p=0,018 και p=0,041, αντίστοιχα. Αντιθέτως, οι εισαγωγές μετά από τροχαίο με αυτοκίνητο και η κατανάλωση αλκοόλ βρέθηκαν στατιστικά συχνότερες στην ομάδα 31-40 ετών, σε σχέση με την ομάδα 18-30 ετών, p=0,041 και p<0,001, αντίστοιχα. Συμπεράσματα: Περισσότερο συχνά εισάγονταν σε ΜΕΘ, τα άτομα που οδηγούσαν δίκυκλο ηλικίας 18-30 χρόνων και άτομα ηλικίας 31-40 χρόνων που οδηγούσαν αυτοκίνητο ή ήταν υπό την επήρεια αλκοόλ. Επίσης, τα αποτελέσματα της παρούσης έρευνας επιβεβαιώνουν τη μεγάλη σημασία που έχει η δημιουργία ΜΕΘ σε κάθε μεγάλο νοσοκομείο.
Λέξεις κλειδιά: Τροχαία ατυχήματα, εισαγωγή σε ΜΕΘ, παράγοντες κινδύνου, ηλικία
Χριστίνα Στυλιανοπούλου , Γεώργιος Κουλιεράκης , Βίλμα Καραγιάννη , Φωτούλα Μπαμπάτσικου , Χαρίλαος Κουτής
Η κατάθλιψη στους ηλικιωμένους αποτελεί σημαντικό ζήτημα δημόσιας υγείας, καθώς είναι η πιο κοινή ψυχική διαταραχή των ηλικιωμένων, έχει σημαντικό αντίκτυπο στην ευημερία και την ποιότητα ζωής τους και προκαλεί υψηλές δαπάνες και μεγάλη ζήτηση υπηρεσιών υγείας. Σκοπός: Η εκτίμηση της συχνότητας της κατάθλιψης σε αστικό κοινοτικό πληθυσμό ηλικιωμένων και η διερεύνηση των επιβαρυντικών και προστατευτικών παραγόντων. Υλικό και μέθοδος: Τον πληθυσμό στόχο αποτέλεσαν 360 ηλικιωμένα άτομα, 218 γυναίκες και 142 άνδρες, ηλικίας άνω των 60 ετών, μέλη των τεσσάρων Κ.Α.Π.Η. του Δήμου Αγίων Αναργύρων, Αττικής. Για τη συλλογή των πρωτογενών στοιχείων χρησιμοποιήθηκε ερωτηματολόγιο καταγραφής δημογραφικών δεδομένων και ψυχοκοινωνικών παραγόντων και η τυποποιημένη και σταθμισμένη σε Ελληνικό γεροντικό πληθυσμό κλίμακα για τη γεροντική κατάθλιψη, GDS-15. Αποτελέσματα: Καταθλιπτικά συμπτώματα εμφάνισε 30,28% του δείγματος (22,22% «μέτρια» και 8,06% «σοβαρή» κλινικού τύπου κατάθλιψη). Από τους στατιστικούς ελέγχους προέκυψε ότι οι γυναίκες παρουσίασαν κατάθλιψη (70,6%) σε ποσοστό μεγαλύτερο από το διπλάσιο, έναντι των ανδρών (29,4%). Επίσης, σημαντικά υψηλότερη καταθλιπτική συμπτωματολογία παρουσίασαν οι χήροι/ες, τα μοναχικά άτομα, τα άτομα με πολλαπλή παθολογία και οι άτυποι «φροντιστές». Τέλος, σημαντικά χαμηλότερη καταθλιπτική συμπτωματολογία παρουσίασαν όσοι ασχολούνταν με τη φροντίδα των εγγονιών ή συμμετείχαν σε κοινωνικές δραστηριότητες. Συμπεράσματα: Η διαπίστωση σημαντικού ποσοστού επικράτησης καταθλιπτικών συμπτωμάτων στον ηλικιωμένο πληθυσμό επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα δημιουργίας ενός ισχυρού ψυχοκοινωνικού-υποστηρικτικού δικτύου, αποσκοπώντας στην πρόληψη της γεροντικής κατάθλιψης και στην προαγωγή της υγείας των ηλικιωμένων, στα πλαίσια της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.
Λέξεις κλειδιά: Κατάθλιψη, ηλικιωμένοι, υποστηρικτικό δίκτυο, αστικός κοινοτικός πληθυσμός, Κ.Α.Π.Η.