Ο ιός COVID-19 εξαπλώθηκε ταχέως στη διεθνή κοινότητα ως μολυσματική μεταδιδόμενη νόσος και διαβαθμίστηκε από τον ΠΟΥ ως πανδημία στις 13 Μαρτίου 2020. Ο επιπολασμός του σε συνθήκες συγχρωτισμού και συνωστισμού αποτέλεσε πύλη μετάδοσης ιδίως των χαμηλών κοινωνικοοικονομικών τάξεων και επιβοήθησε δυσμενώς τα χρόνια νοσήματα, λόγω της συνοσηρότητας, μετακυλώντας αυξητικά τους δείκτες της νοσηρότητας και θνησιμότητας του πληθυσμού.
Η αντιμετώπιση του COVID-19 πραγματώθηκε κυρίως με ανάλογη κατασταλτική πρακτική του Μεσαίωνα. Επανήλθε το μέτρο της καραντίνας (lock dοwn) η οποία μετουσιώνεται με περιορισμό και απομόνωση του ατόμου. Η εφαρμογή βέβαια της κοινωνικής αποστασιοποίησης διατάραξε την ευεξία και ανέδυσε έντονα φαινόμενα ψυχολογικής προσέγγισης (π.χ. κατάθλιψη, άγχος) από τη διατάραξη των κοινωνικών σχέσεων καθώς και γιγάντωση της ενδοοικογενειακής βίας με αδιευκρίνιστες μελλοντικές συνέπειες στο θεσμό και στα άτομα.
Η παγκόσμια κοινότητα δέχθηκε πληροφοριακές υπερβολές ακραίων περιπτώσεων της νόσου από μέσα μαζικής ενημέρωσης, δημιουργώντας συγκρουσιακό ενδοατομικό πεδίο, μεταξύ αναγκαίας υγειονομικής φροντίδας-περίθαλψης και υπερευαίσθητης φοβικής τάσης από ενδεχόμενη μόλυνση και συμπτωματολογία.
Η επιτυχία αντιμετώπισης της απειλής των επιπτώσεων του COVID-19 θα πρέπει να επικεντρωθεί σε λελογισμένη πληροφόρηση έγκριτων και εγνωσμένου κύρους φορέων και οργανισμών με παράλληλη βελτίωση και συγκράτηση των κοινωνικοοικονομικών παραγόντων από εξατομικευμένες πολιτικές που συντελούν στην άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων.
Λέξεις κλειδιά: COVID-19, κοινωνικές και ψηφιακές ανισότητες, κοινωνικοοικονομικοί καθοριστές υγείας, πανδημία
Στο ανθρώπινο κύτταρο το γενετικό υλικό εντοπίζεται στον πυρήνα (πυρηνικό DNA) και στα μιτοχόνδρια (μιτοχονδριακό DNA). Παρά το γεγονός ότι το DNA θεωρείται γενικά ως ένα σταθερό χημικό μόριο, υφίσταται ορισμένες βλάβες στη διαδρομή του χρόνου, κυρίως, εξαιτίας εξωτερικών περιβαλλοντικών παραγόντων (πχ. κάπνισμα), ο ρόλος των οποίων ως προς την πρόκληση βλαβών DNA δεν έχει διαλευκανθεί πλήρως. Μια πληθώρα ερευνών έχουν διενεργηθεί αναφορικά με τις επιδράσεις του καπνίσματος σε διάφορα όργανα του σώματος (ευπάθεια για έμφραγμα μυοκαρδίου, περιφερική αγγειοπάθεια, χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια, καρκίνος των πνευμόνων κ.α.) Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η σύντομη (brief) βιβλιογραφική ανασκόπηση για τη διερεύνηση της δυνητικής σχέσης μεταξύ των βλαβών DNA και του καπνίσματος. Το υλικό μελέτης περιελάμβανε άρθρα σχετικά με το θέμα, που βρέθηκαν σε διεθνείς βάσεις δεδομένων, όπως οι Google Scholar και PubMed, χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες λέξεις-κλειδιά: βλάβες DNA, κάπνισμα, καπνός, οξειδωτικό στρες, καθώς και ένα συνδυασμό αυτών. Ως κριτήρια ένταξης μελετών χρησιμοποιήθηκαν: α) μελέτες οποιασδήποτε χρονολογίας β) γλώσσα δημοσίευσης: αγγλική ή ελληνική. Ως κριτήρια αποκλεισμού μελετών χρησιμοποιήθηκαν: α) μελέτες σε άλλες γλώσσες εκτός της αγγλικής β) ελεύθερες ανακοινώσεις σε συνέδρια, επιστολές προς τον εκδότη και διπλωματικές εργασίες. Φαίνεται ότι τα άτομα που καπνίζουν έχουν περισσότερες πιθανότητες να εμφανίζουν αυξημένα επίπεδα βλαβών στο DNA. Εντούτοις, απαιτούνται επιπρόσθετες καλά σχεδιασμένες έρευνες για την περαιτέρω αποσαφήνιση της σχέσης.
Λέξεις κλειδιά: Βλάβες DNA, Κάπνισμα, καπνός, οξειδωτικό στρες
Γιώργος Τσουβέλας , Γεώργιος Κουλιεράκης
Εισαγωγή: Η μελέτη του συναισθήματος στο χώρο εργασίας συνιστά ένα νέο πεδίο έρευνας, το οποίο προσδιορίζεται, κυρίως, από τη θεωρία της Συναισθηματικής Νοημοσύνης (ΣΝ) και αυτή της ρύθμισης του συναισθήματος. Η διαχείριση συναισθημάτων στο χώρο εργασίας είναι κρίσιμη, ιδιαίτερα σε περιβάλλοντα όπου απαιτείται ομαδική και διεπιστημονική συνεργασία, όπως στα Κέντρα Διαφοροδιάγνωσης Διάγνωσης και Υποστήριξης (ΚΕΔΔΥ).
Σκοπός: Η παρούσα μελέτη διερευνά τη σχέση ανάμεσα στη ρύθμιση των συναισθημάτων, τη ΣΝ και το συναίσθημα στο χώρο εργασίας.
Υλικό και μέθοδος: Πραγματοποιήθηκε ποσοτική συγχρονική μελέτη σε 197 εργαζόμενους (153, 77,7% ήταν γυναίκες), μέσης ηλικίας 39,5 ετών, σε 34 ΚΕΔΔΥ της επικράτειας. Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκαν έντυπα ανώνυμα ερωτηματολόγια, ειδικότερα κλίμακες Συναισθημάτων στην Εργασία, Συναισθηματικής Νοημοσύνης και Ρύθμισης Συναισθήματος που συμπληρώθηκαν εθελοντικά από τους εργαζόμενους. Διενεργήθηκαν έλεγχοι διμεταβλητής συσχέτισης (Pearson’s r), χρησιμοποιήθηκε το t κριτήριο για σύγκριση ανεξάρτητων δειγμάτων και δημιουργήθηκαν δύο μοντέλα δομικών εξισώσεων.
Αποτελέσματα: Το θετικό συναίσθημα στο χώρο εργασίας συσχετίστηκε θετικά με τη στρατηγική της γνωστικής επανεκτίμησης και την ΣΝ. Το αρνητικό συναίσθημα συσχετίστηκε θετικά με την συναισθηματική καταστολή και αρνητικά με την ΣΝ. Η ΣΝ προέκυψε να διαμεσολαβεί πλήρως τη σχέση ανάμεσα στη γνωστική επανεκτίμηση και το θετικό συναίσθημα. Οι κοινωνικο-δημογραφικοί δείκτες δεν συσχετίστηκαν με τις διαστάσεις του συναισθήματος (θετικό και αρνητικό).
Συμπεράσματα: Η γνωστική επανεκτίμηση αποτελεί προσαρμοστική στρατηγική ρύθμισης συναισθήματος στο χώρο εργασίας. Αναδεικνύεται η ανάγκη να δημιουργηθούν προγράμματα προαγωγής συναισθηματικών δεξιοτήτων στο εργασιακό περιβάλλον, με στόχο την βελτίωση της ικανοποίησης από την εργασία και την ενίσχυση των υπαλλήλων να διαχειρίζονται συγκρούσεις και δυσκολίες στο εργασιακό πλαίσιο.
Λέξεις κλειδιά: Συναίσθημα στο χώρο εργασίας, ρύθμιση συναισθήματος, συναισθηματική νοημοσύνη, ΚΕΔΔΥ, διεπιστημονικές ομάδες
Θωμαή Πλατιά , Γεωργία Φασόη-Μπαρκά , Γεώργιος Βασιλόπουλος , Όλγα Καδδά , Γεωργία Τουλιά , Μάρθα Κελέση-Σταυροπούλου
Εισαγωγή: Οι ασθενείς με Καρδιακή Ανεπάρκεια (ΚΑ) παρουσιάζουν χαμηλούς δείκτες Ποιότητας Ζωής (ΠΖ) και αυξημένη επίπτωση ψυχικών διαταραχών σε σχέση με το γενικό πληθυσμό αλλά και σε σχέση με πάσχοντες άλλων χρόνιων νοσημάτων.
Σκοπός: Σκοπός της μελέτης ήταν να διερευνηθεί η ποιότητα ζωής των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια.
Υλικό και μέθοδος: Πρόκειται για αναδρομική μελέτη το δείγμα της οποίας αποτέλεσαν 42 ασθενείς που νοσηλεύτηκαν σε καρδιολογικό τμήμα τριτοβάθμιου νοσοκομείου της Αττικής. Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε σταθμισμένο ερωτηματολόγιο σχετικό με την εκτίμηση της ποιότητας ζωής των ασθενών (Minnesota Living with Heart Failure Questionnaire (MLHFQ). Στην μελέτη εντάχθηκαν οι ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια σύμφωνα με τις τελευταίες κατευθυντήριες οδηγίες του 2016. Για την επεξεργασία των δεδομένων, χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πακέτο SPSS ver.17 .
Αποτελέσματα: Μέσω τηλεφωνικής επικοινωνίας που υπήρξε με τους ασθενείς ή τους οικείους τους διαπιστώθηκε ότι οι 19 εκ των 61 ασθενών (31,1%) απεβίωσαν το διάστημα που προηγήθηκε της τηλεφωνικής επικοινωνίας. Οπότε, στη στατιστική ανάλυση συμπεριλήφθησαν οι ασθενείς που βρίσκονταν στη ζωή, (n=42). Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν τα 67,8 έτη(±13,6), ενώ 85,8% ήταν άνδρες. Όσον αφορά στην ποιότητα ζωής (MLHFQ) δεν βρέθηκε στατιστικά σημαντική διαφορά ανάμεσα στα δύο φύλα και τις υποκλίμακες που μελετήθηκαν. Βρέθηκε όμως, στατιστικώς σημαντική επίδραση της ανεξάρτητης μεταβλητής σε μια υποκλίμακα για την ποιότητα ζωής, δηλαδή οι τρεις κατηγορίες που αφορούν στην κατάσταση παχυσαρκίας διαφέρουν κατά στατιστικώς σημαντικό τρόπο ως προς τη δυσκολία που παρουσιάζουν οι ασθενείς αυτοί κατά το βραδινό τους ύπνο, [F (2, 15)=5,623, (p<0.05)].
Συμπεράσματα: Η ποιότητα ζωής των ασθενών με ΚΑ φάνηκε να επηρεάζεται από την κατάσταση παχυσαρκίας τους. Χρειάζεται να πραγματοποιηθούν περαιτέρω μελέτες που να διερευνούν την ποιότητα ζωής σε σχέση με τις συν-νοσηρότητες όπως είναι η παχυσαρκία.
Λέξεις κλειδιά: καρδιακή ανεπάρκεια, ποιότητα ζωής, παράγοντες κινδύνου
Ευδοκία Μισουρίδου , Δέσποινα Εσερίδου , Παρασκευή Νικολαΐδου , Ειρήνη Σεγρέδου
Εισαγωγή: Τα όρια ενός ατόμου του επιτρέπουν να διαφυλάττει την ακεραιότητά του, να παίρνει την ευθύνη του εαυτού του και να έχει τον έλεγχο της ζωής του προστατεύοντάς το από την παραβίαση των άλλων.
Σκοπός: Η συγκεκριμένη μελέτη επιχειρεί να περιγράψει την προσπάθεια θεραπευτών απεξάρτησης να υποστηρίξουν μέλη οικογενειών που αντιμετωπίζουν προβλήματα σχετιζόμενα με τη χρήση αλκοόλ/ψυχοδραστικών ουσιών στην εφαρμογή ορίων.
Μεθοδολογία: Έγιναν συνεντεύξεις εστιασμένης συζήτησης με θεραπευτές απεξάρτησης και συλλέχθηκαν 42 βινιέτες συνεργασίας με οικογένειες. Για την κωδικοποίηση χρησιμοποιήθηκε το πρόγραμμα Αtlas-t.
Αποτελέσματα: Η εφαρμογή ορίων αποτελεί μια συχνή παρέμβαση με επιβαρυμένα μέλη οικογενειών, η οποία σχετίζεται τόσο με την κινητοποίηση όσο και με την προσπάθεια αυτονόμησης του μέλους που αντιμετωπίζει προβλήματα σχετιζόμενα με τη χρήση ουσιών. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί το να ηρεμήσει το οικογενειακό σύστημα και να αποκλιμακωθεί ο κύκλος χρήσης-συγκρούσεων. Συμπεριφορές που οδηγούν σε άσκοπες συγκρούσεις ή αποξένωση αποφεύγονται, ενώ συμπεριφορές που συσφίγγουν τις οικογενειακές σχέσεις ενισχύονται.
Συμπεράσματα: Η επεξεργασία των αρνητικών συναισθημάτων των μελών της οικογένειας διασφαλίζει ότι τα όρια ενθαρρύνουν την αλλαγή, αποφεύγοντας τον έλεγχο και την ενοχοποίηση του ατόμου που αντιμετωπίζει προβλήματα εξάρτησης. Η εφαρμογή των ορίων είναι ιδιαίτερα δύσκολη όταν στο ιστορικό της οικογένειας υπάρχει κακοποίηση, αλκοολισμός και άλλα προβλήματα συνδεόμενα με βαρύ φορτίο ενοχών για το παρελθόν.
Λέξεις κλειδιά: εξάρτηση, οικογένεια, όρια, νοσηλευτική εξαρτημένων ατόμων
Γεώργιος Αγγελόπουλος , Γεώργιος Βασιλόπουλος , Νίκη Παυλάτου , Γεωργία Τουλιά
Εισαγωγή: Ο αποτελεσματικός και έγκαιρος έλεγχος της αιμορραγίας αποτελεί το πιο σημαντικό βήμα στη διαχείριση έκτακτων περιστατικών σοβαρά τραυματισμένων ασθενών. Τα τελευταία χρόνια, έχουν αναπτυχθεί νέες τεχνικές, συσκευές και φάρμακα για τον αποτελεσματικό έλεγχο της αιμορραγίας σε προνοσοκομειακό επίπεδο.
Σκοπός: Η διερεύνηση της αποτελεσματικότητας των μεθόδων ελέγχου της εξωτερικής αιμορραγίας σε προνοσοκομειακό επίπεδο στην έκβαση των ασθενών, μέσω της συστηματικής ανασκόπησης της διεθνούς βιβλιογραφίας.
Υλικό και Μέθοδος: Πραγματοποιήθηκε αναζήτηση της διεθνούς βιβλιογραφίας, για μελέτες δημοσιευμένες από 01/01/2010 έως 31/08/2019, στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων PUBMED. Στην ανασκόπηση συμπεριλήφθηκαν πρωτογενείς μελέτες που ήταν γραμμένες στην αγγλική γλώσσα και αφορούσαν στην εφαρμογή μεθόδων, τεχνικών και ουσιών για τον έλεγχο της εξωτερικής αιμορραγίας πολιτών σε προνοσοκομειακό επίπεδο.
Αποτελέσματα: Από την αναζήτηση και την διαδικασία επιλογής, συμπεριλήφθηκαν συνολικά 14 άρθρα προς ανασκόπηση. Η έγκαιρη και σωστή εφαρμογή του tourniquet σχετίζεται με μειωμένη θνητότητα από αιμορραγικό σοκ. Μικρό ποσοστό ασθενών εμφανίζουν επιπλοκές από τη χρήση του tourniquet. Τα αιμοστατικά επιθέματα, η συσκευή ελέγχου αιμορραγίας το iTClamp® και το τρανεξαμικό οξύ (ΤΧΑ) βρέθηκε ότι είναι αποτελεσματικά για τον έλεγχο της αιμορραγίας. Το iTClamp® εφαρμόζεται πολύ γρήγορα, σε λιγότερο από ένα λεπτό. Παράλληλα, το ΤΧΑ σχετίστηκε με καλύτερη έκβαση των ασθενών και λιγότερες μονάδες μεταγγιζόμενου αίματος.
Συμπεράσματα: Τα tourniquet, τα αιμοστατικά επιθέματα, το iTClamp® και το ΤΧΑ βοηθούν στον αποτελεσματικό έλεγχο της αιμορραγίας σε προνοσοκομειακό επίπεδο και στην καλύτερη έκβαση των ασθενών, ωστόσο απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση.
Λέξεις κλειδιά: Εξωτερική αιμορραγία, εξωτερικό τραύμα, προνοσοκομειακά, τουρνικέ, αιμοστατικοί παράγοντες, αιμοστατικά επιθέματα
Χριστιάνα Λαϊνά , Ιωάννης Κουτελέκος
Εισαγωγή: Η υπoβoήθηση τoυ αερισμoύ πρoσαρμoζόμενη στη νευρική αναπνευστική ώση (Neurally Adjusted Ventilatory Assist – NAVA) είναι ένας νέος τρόπος αερισμού που χρησιμοποιείται τα τελευταία χρόνια στις παιδιατρικές μονάδες και παρέχει μια πίεση ανάλογη προς την ηλεκτρική δραστηριότητα του διαφράγματος (EAdi) και είναι εξαρτώμενη από τη νευρογενή παραγωγή της κεντρικής αναπνευστικής εντολής του ασθενούς.
Σκοπός: Η εκτίμηση της εφαρμογής του NAVA σε παιδιατρικούς ασθενείς που νοσηλεύονται σε ΜΕΘ Παίδων και η ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας σχετικά με αυτό και την επίδραση του NAVA σε αναπνευστικές και αιμοδυναμικές παραμέτρους, καθώς και στην έκβαση των ασθενών.
Υλικό και Μέθοδος: Πραγματοποιήθηκε αναζήτηση της διεθνούς βιβλιογραφίας, για μελέτες δημοσιευμένες μέχρι τον Αύγουστο του 2019, στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων PUBMED με τις ακόλουθες λέξεις-κλειδιά: «Neurally Adjusted Ventilator Assist» «ventilation», «Paediatric Intensive Care Unit», «Child» και «Infant». Στην ανασκόπηση συμπεριλήφθηκαν πρωτογενείς μελέτες που ήταν γραμμένες στην αγγλική γλώσσα και αφορούσαν στην εφαρμογή του NAVA σε παιδιά που νοσηλεύονταν σε ΜΕΘ Παίδων.
Αποτελέσματα: Η αρχική αναζήτηση κατέληξε σε 58 άρθρα. Από τα άρθρα αυτά, μετά την εφαρμογή των κριτηρίων αναζήτησης, την ανάγνωση των τίτλων, της περίληψης και ολόκληρου του κειμένου συμπεριλήφθησαν στην ανασκόπηση τα 11. Η εφαρμογή του NAVA σε βρέφη και παιδιά σε ΜΕΘ Παίδων σχετίστηκε με σημαντική βελτίωση του συγχρονισμού ασθενή – αναπνευστήρα, μείωση των μέγιστων και μέσων πιέσεων των αεραγωγών, μείωση της συγκέντρωσης του εισπνεόμενου οξυγόνου και αύξηση της συστολικής αρτηριακής πίεσης σε σχέση με την εφαρμογή συμβατικών μεθόδων αερισμού. Επίσης, σε μία μελέτη βρέθηκε ότι η ποσότητα της καταστολής ήταν σημαντικά χαμηλότερη κατά την εφαρμογή NAVA σε ασθενείς που δε νοσηλεύονταν για χειρουργικό πρόβλημα. Επίσης, ο NAVA σχετίστηκε με σημαντικά χαμηλότερη βαθμολογία της κλίμακας COFMORT.
Συμπεράσματα: Ο αερισμός των ασθενών στις παιδιατρικές ΜΕΘ με την εφαρμογή του NAVA φαίνεται να είναι ασφαλής, με καλή ανοχή και βελτιώνει το συγχρονισμό ασθενή – αναπνευστήρα. Ωστόσο, είναι απαραίτητο να διεξαχθούν τυχαιοποιημένες κλινικές μελέτες με μεγαλύτερο δείγμα ασθενών, για την επιβεβαίωση των αποτελεσμάτων.
Λέξεις κλειδιά: Neurally Adjusted Ventilatory Assist, N.A.V.A., μονάδα εντατικής θεραπείας παίδων
Εισαγωγή: Η εγκεφαλική παράλυση (ΕΠ) αποτελεί την κύρια αιτία της παιδικής αναπηρίας. Η ανομοιογένεια και η πολυμορφία της κλινικής της εικόνα καθιστά την αποκατάσταση της αρκετά δύσκολη και σύνθετη.
Σκοπός: Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να περιγράψει τις φυσικοθεραπευτικές προσεγγίσεις και πρακτικές που χρησιμοποιούνται σήμερα για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της ΕΠ.
Υλικό και Μέθοδος: Πραγματοποιήθηκε ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και αναζήτηση στις διεθνείς βάσεις δεδομένων PubMed, Google Scholar, Medscape, Elsevier, NICE guidelines, American Academy of Pediatrics, Scientific Research Publishing. Τα άρθρα που επιλέχτηκαν είναι δημοσιευμένα από το 2001 μέχρι το 2019 και είναι γραμμένα στην Αγγλική και Ελληνική γλώσσα. Σύμφωνα με τα κριτήρια συμπεριελήφθησαν 39 δημοσιεύσεις.
Αποτελέσματα: Οι νευροεξελικτικές προσεγγίσεις επηρεασμένες από την θεωρία της νευροωρίμανσης, αποτέλεσαν την πρώτη μορφή φυσικοθεραπευτικής παρέμβασης για παιδιά με ΕΠ. Η ανάπτυξη της θεωρίας των δυναμικών συστημάτων οδήγησε στη δημιουργία μιας πιο σύγχρονης προσέγγισης, της λειτουργικής προσέγγισης και ανάγκασε άλλες μεθόδους να προσαρμοστούν στα νέα επιστημονικά δεδομένα αποκατάστασης της ΕΠ. Τα τελευταία χρόνια στο προσκήνιο της αποκατάστασης των παιδιών με ΕΠ είναι η εκλεκτική προσέγγιση, όπου ο φυσικοθεραπευτής συνδυάζει γνώσεις διαφορετικών μεθόδων και προσεγγίσεων. Η μυϊκή ενδυνάμωση, η θεραπευτική κολύμβηση, η χρήση κνημοποδικών ναρθήκων, ορθοστατών και εργαλείων αξιολόγησης-ταξινόμησης της ΕΠ, συμβάλουν σημαντικά στη φυσικοθεραπευτική αντιμετώπιση της.
Συμπεράσματα: Οι νευροεξελικτικές προσεγγίσεις, η λειτουργική και η εκλεκτική προσέγγιση, αποτελούν τις μορφές φυσικοθεραπευτικής παρέμβασης της ΕΠ μέχρι σήμερα. Τα τελευταία χρόνια η αποκατάσταση της ΕΠ επεκτάθηκε και σε άλλους τομείς που συμβάλουν σημαντικά στη φυσικοθεραπευτική αντιμετώπιση της.
Λέξεις κλειδιά: Εγκεφαλική παράλυση, φυσικοθεραπεία, Αποκατάσταση
Μαρία Γαμβρούλη , Χρήστος Τριανταφύλλου
Εισαγωγή: Η λοίμωξη (COVID-19) από το νέο κορωνοϊό (SARS-CoV-2) είναι ένα επείγων πρόβλημα δημόσιας υγείας. Η μη ορθή κατανόηση της COVID-19 από τους επαγγελματίες υγείας μπορεί να οδηγήσει σε καθυστερημένη έναρξη της θεραπείας και ταχεία διασπορά της λοίμωξης.
Σκοπός: Η διερεύνηση των γνώσεων, των πεποιθήσεων και των πρακτικών των επαγγελματιών υγείας αναφορικά με τη λοίμωξη COVID-19.
Υλικό και Μέθοδος: Πραγματοποιήθηκε συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας στην ηλεκτρονική βάση δεδομένων «PubMed» με τις λέξεις-κλειδιά: «knowledge», «attitude», «practice», «COVID19», «”healthcare workers”» και «HCW», ενώ η αναζήτηση των λέξεων-κλειδιών έγινε στην περίληψη και στο τίτλο των άρθρων. Κριτήρια αποκλεισμού αποτέλεσαν η γλώσσα, εκτός της αγγλικής και της ελληνικής, να είναι μελέτες περίπτωσης, άρθρα σύνταξης, ανασκοπήσεις και γράμματα προς τον εκδότη και να έχουν γίνει πάνω σε ζώα. Ως χρονικοί περιορισμοί τέθηκαν τα άρθρα να έχουν δημοσιευτεί από τις 01/01/2020 έως τις 30/06/2020.
Αποτελέσματα: Από τα δημοσιευμένα άρθρα, 5 πληρούσαν τα κριτήρια ένταξης. Όσον αφορά το ποσοστό ορθών γνώσεων των επαγγελματιών υγείας σχετικά με τη COVID-19, αυτό κυμάνθηκε από 62,6% έως 89%. Αναφορικά με το ποσοστό των καλών πρακτικές και των θετικών πεποιθήσεων ως προς τη λοίμωξη COVID-19, κυμάνθηκε από 74% έως 89,7% και 21% έως 88,5%, αντίστοιχα. Οι παράγοντες που επηρεάζουν θετικά στατιστικά σημαντικά το ποσοστό των τριών αυτών συνιστωσών είναι η ηλικία άνω των 40 ετών, το υψηλότερο μορφωτικό επίπεδο, το ιατρικό επάγγελμα και τα περισσότερα έτη προϋπηρεσίας.
Συμπεράσματα: Η συνεχιζόμενη επαγγελματική εκπαίδευση των επαγγελματιών υγείας είναι απαραίτητη για τη βελτίωση του επιπέδου γνώσεων, την αποτροπή των αρνητικών πεποιθήσεων και τη προαγωγή των προληπτικών και των θεραπευτικών πρακτικών.
Λέξεις κλειδιά: γνώσεις, πεποιθήσεις, πρακτικές, επαγγελματίες υγείας, COVID-19