Τις τελευταίες δεκαετίες, οι ερευνητές δίνουν έμφαση στη σημασία και τον ρόλο του ανθρώπινου δυναμικού στην ανάπτυξη των χωρών. Πιστεύουν, ότι το πιο σημαντικό κεφάλαιο κάθε οργανισμού είναι ο ανθρώπινος πόρος. Ένας οργανισμός, αναγνωρίζει τη σημαντική συμβολή του ανθρώπινου δυναμικού και ενισχύει τους παράγοντες εκείνους που θα οδηγήσουν στη δέσμευση και στην αφοσίωση του ατόμου προς τον οργανισμό.
Η έννοια της οργανωσιακής δέσμευσης θεωρείται μια ενιαία διάσταση βασισμένη στη ψυχολογική προσκόλληση ή συναισθηματική δέσμευση που σχηματίζει ένας υπάλληλος σε σχέση με τη συμμετοχή του στον αντίστοιχο οργανισμό. Ο υπάλληλος έχει την πρόθεση να παραμείνει στον οργανισμό, να ταυτιστεί με τις αξίες και τους στόχους του και να καταβάλει κάθε προσπάθεια για να γίνει καλύτερος στη δουλειά του. Σε μια ανασκόπηση της βιβλιογραφίας για την οργανωσιακή δέσμευση αναφέρεται η θεωρία της «ανταλλαγής», η οποία υποστηρίζει ότι τα άτομα είναι αφοσιωμένα στον οργανισμό όσο κατέχουν τις θέσεις τους, ανεξάρτητα από τις αγχωτικές συνθήκες που βιώνουν. Ωστόσο, εάν τους δοθούν εναλλακτικά οφέλη, θα είναι πρόθυμοι να αποχωρήσουν από τον οργανισμό.1
Η οργανωσιακή δέσμευση είναι η ψυχολογική προσκόλληση ενός υπαλλήλου στον οργανισμό. Υπάρχουν τρεις τύποι οργανωσιακής δέσμευσης (i) συναισθηματική, (ii) συνέχειας και (iii) κανονιστική δέσμευση. Η συναισθηματική δέσμευση σχετίζεται με τη συναισθηματική προσκόλληση ενός εργαζομένου στον οργανισμό και τους στόχους του. Η δέσμευση συνέχειας δείχνει τη γνωστική προσκόλληση μεταξύ ενός υπαλλήλου και του οργανισμού του λόγω του κόστους που συνδέεται με την έξοδό του από τον οργανισμό. Τέλος, η κανονιστική δέσμευση αναφέρεται σε τυπικά συναισθήματα υποχρέωσης να παραμείνει το άτομο σε έναν οργανισμό. Μελέτες έχουν δείξει ότι η δέσμευση των εργαζομένων στον οργανισμό μπορεί να βοηθήσει στην αύξηση της παραγωγικότητας και ότι ο οργανισμός από την πλευρά του είναι χρήσιμο να διερευνήσει τα ανθρώπινα συναισθήματα και τις συμπεριφορές των υπαλλήλων. Στην αντίθετη περίπτωση, αν κάποιος δεν δεσμεύεται με τον οργανισμό τότε μειώνεται η παραγωγικότητά του και αυξάνεται το κόστος για τον οργανισμό. 2,3
Υπάρχουν διάφοροι παράγοντες που διαμορφώνουν την οργανωσιακή δέσμευση και μπορεί να σχετίζονται με την εργασία, τις ευκαιρίες που δίνονται, τα προσωπικά χαρακτηριστικά του ατόμου και τις σχέσεις με την οργανωτική δομή. Το επίπεδο ευθύνης και αυτονομίας που έχει το άτομο στον οργανισμό είναι ένας επιπλέον παράγοντας που επηρεάζει την οργανωσιακή δέσμευση. Τέλος, οι εργασιακές σχέσεις που αναπτύσσονται σε έναν οργανισμό μπορεί να επηρεάσουν και τη συμπεριφορά του εργαζόμενου καθώς τις περισσότερες φορές μπορεί να βρει το άτομο αξία στις σχέσεις που αναπτύσσονται στο χώρο εργασίας του και μια κοινωνική ατμόσφαιρα που ανταποκρίνεται στις επιθυμίες του.4
Ποια είναι, όμως, η σχέση μεταξύ της οργανωσιακής δέσμευσης και της νοσηλευτικής φροντίδας; Στη διεθνή βιβλιογραφία, υπάρχουν μελέτες που αφορούν στον τομέα της υγείας και που έχουν διερευνήσει τους παράγοντες που επηρεάζουν την οργανωσιακή δέσμευση των νοσηλευτών και πώς οι παράγοντες αυτοί μπορεί να επηρεάσουν τη διάθεση των φορέων υγείας να εντάξουν και να υιοθετήσουν κίνητρα που θα ενεργοποιήσουν το ανθρώπινο δυναμικό όσον αφορά την δέσμευσή τους με τον φορέα. Οι πιο συχνά αναφερόμενοι παράγοντες είναι η ηλικία, το επίπεδο εκπαίδευσης στη νοσηλευτική, η εναλλαγή των θέσεων εργασίας στο χώρο του νοσοκομείου, η συναισθηματική νοημοσύνη των νοσηλευτών, η ψυχολογική ενδυνάμωση και η ικανοποίηση από την εργασία. Επιπλέον, κάποιοι από τους παράγοντες που αναφέρονται διεθνώς είναι το οργανωσιακό κλίμα του φορέα και οι οικονομικές απολαβές.5-7
Η νοσηλευτική φροντίδα συμπεριλαμβάνει όχι μόνο την κάλυψη των φυσικών αναγκών των ασθενών αλλά και των ψυχικών, πνευματικών και κοινωνικών αναγκών, προκειμένου να βελτιωθεί η υγεία και η ευεξία του ασθενή. Ο κεντρικός πυρήνας της νοσηλευτικής είναι η φροντίδα ενώ πολύ σημαντικό ρόλο έχει η πρόσβαση σε αυτή και η αύξηση της ικανοποίησης των ασθενών.8 Η συνειδητή αυτή φροντίδα αυξάνει την αίσθηση ασφάλειας στον ασθενή και μειώνει το άγχος και την αγωνία του. Όταν ο νοσηλευτής κατανοεί την έννοια της φροντίδας και τον σκοπό της εφαρμογής της αυτό έχει σημαντικό θετικό αντίκτυπο στην ποιότητα των υπηρεσιών υγείας και στην ικανοποίηση του ασθενή. Η έννοια της φροντίδας και η επίδοση των νοσηλευτών στην εργασία τους επηρεάζεται από την οργανωσιακή δέσμευση, καθώς μέσα από το βαθμό δέσμευσης κατανοεί κανείς τη συμπεριφορά των νοσηλευτών ως προς τη φροντίδα του ασθενή. Η διερεύνηση της δέσμευσης των νοσηλευτών ως προς τον οργανισμό είναι σημαντική γιατί ο οργανισμός οδηγείται στην αναζήτηση και καθιέρωση κινήτρων για το προσωπικό ώστε να είναι ικανοποιημένοι από την εργασία τους και να παραμένουν σε αυτή. Με τον τρόπο αυτό, οι νοσηλευτές αποδίδουν καλύτερα στην εργασία τους, έχουν καλύτερες οικονομικές απολαβές και κατά συνέπεια αυξάνεται η αποτελεσματικότητα και η αποδοτικότητα του οργανισμού.9
Η οργανωσιακή δέσμευση αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη μείωση εμφάνισης αρνητικών συνεπειών (συγκρούσεις στο χώρο εργασίας, εξάντληση του προσωπικού), αλλά και τη διατήρηση της υγείας των ασθενών μέσω μιας βαθύτερης δέσμευσης των νοσηλευτών με τους ασθενείς. Τα μέλη που είναι ιδιαίτερα αφοσιωμένα στον οργανισμό τους τείνουν να διατηρούν φιλικές σχέσεις με συναδέλφους και να εκτελούν τα καθήκοντά τους υπέρ του οργανισμού.
Συμπερασματικά, οι νοσηλευτές και οι οργανισμοί είναι δύο αδιάσπαστοι παράγοντες που επηρεάζουν ο ένας τον άλλον στον τομέα της υγείας. Ωστόσο, το βέλτιστο αποτέλεσμα στη νοσηλευτική φροντίδα των ασθενών φαίνεται ξεκάθαρα όταν οι νοσηλευτές εκπληρώσουν την οργανωσιακή τους δέσμευση, αναδεικνύουν τις επαγγελματικές τους δεξιότητες και ικανότητες και αναγνωρίζουν τον εαυτό τους ως μέρος ενός οργανισμού στον οποίο δραστηριοποιούνται. Με αυτόν τον τρόπο, οι νοσηλευτές θέτουν οργανωτικούς στόχους σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο, είναι πάντοτε οργανωτικοί και επιδιώκουν την αριστεία στη φροντίδα.6,10
Όλγα Καδδά
Νοσηλεύτρια, MSc, MHSA, PhD
Ωνάσειο Καρδιοχειρουργικό Κέντρο
Λέξεις κλειδιά: οργανωσιακή δέσμευση
Αικατερίνη Μενή , Ιωάννης Αποστολάκης , Παύλος Σαράφης
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η επίτευξη της ευημερίας του πληθυσμού επιτυγχάνεται σε μεγάλο βαθμό με την ύπαρξη ενός κράτους πρόνοιας και την υιοθέτηση κοινωνικής πολιτικής ανάλογης της κοινωνικοοικονομικής, πολιτικής και πολιτισμικής μορφής κάθε χώρας. Πραγματοποιήθηκε βιβλιογραφική ανασκόπηση σχετικών άρθρων στις Ηλεκτρονικές Βάσεις δεδομένων Medline/Pubmed και Google Scholar καθώς και σε βιβλία, επιστημονικά περιοδικά και ιστοσελίδες με την βοήθεια λέξεων κλειδιών. Επίσης, αναζητήθηκαν πηγές από έντυπα μέσα. Οι τυπολογίες των κρατών πρόνοιας από τους Titmuss, Espring-Andersen και Ferrera αποτελούν σημαντικά εργαλεία για τη σύγκριση των διαφόρων κρατών πρόνοιας όσον αφορά τη συνεισφορά του κράτους, της αγοράς και της οικογένειας. Ωστόσο δεν ανταπεξέρχονται στη σύγχρονη πραγματικότητα, καθώς δεν λαμβάνουν υπόψιν τη δημογραφική γήρανση, την κρίση του θεσμού της οικογένειας, την υπογεννητικότητα, τη μετανάστευση και την οικονομική κρίση. Η ύπαρξη της μακροχρόνιας φροντίδας υγείας (ΜΦΥ) λόγω της έντονης δημογραφικής γήρανσης, αποτελεί ένδειξη της δράσης ενός κράτους πρόνοιας που σκοπό έχει την ευημερία του πληθυσμού. Οι τυπικοί και ιδιαίτερα οι άτυποι φροντιστές (π.χ. οικογένεια) διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην παροχή ΜΦΥ. Επιπλέον η παροχή της πραγματοποιείται τόσο σε δημόσιες όσο και ιδιωτικές δομές. Στην Ελλάδα η μακροχρόνια φροντίδα υγείας δεν έχει αναπτυχθεί συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη, με περιορισμένη κρατική παρέμβαση, έχοντας ως στήριγμα τη συνεισφορά της οικογένειας. Η ύπαρξη ενός κράτους πρόνοιας στην Ελλάδα είναι αναγκαία, για την αντιμετώπιση των δυνητικών κινδύνων που αναδύονται, όπως η δημογραφική γήρανση και μπορεί να επιτευχθεί φέροντας εις πέρας προκλήσεις όπως η κάλυψη των αναγκών σε υπηρεσίες μακροχρόνιας φροντίδας, η βελτίωση της ποιότητας, η οργάνωση και διακυβέρνησή τους.
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η καταγραφή ανθεκτικών μικροβιακών στελεχών σε χημειοφάρμακα προκαλεί ολοένα και πιο έντονο προβληματισμό, καθώς ανάγει και πάλι τις βακτηριακές λοιμώξεις σε μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για τη Δημόσια Υγεία.
Η αντοχή στα αντιβιοτικάως φυσικό εξελικτικό στάδιο των μικροοργανισμών, οφείλεται στη μη ορθολογική χρήση των πρώτων και μεταφράζεται τόσο με κλινικές, όσο και οικονομικές και κοινωνικές παραμέτρους.Διεθνείς, ευρωπαϊκοί και εθνικοί Οργανισμοί έχουν εκπονήσει Σχέδια Δράσης για την αντιμετώπιση του φαινομένου.
Μια πρόταση Προαγωγής Υγείας, προκειμένου να αποκαλείται πλήρης, θα πρέπει να συμπεριλάβει και τους τρεις πυλώνες, ήτοι Αγωγή Υγείας, ως εκπαίδευση υγειονομικών και κοινού, Προστασία της Υγείας, ως λήψη μέτρων και εφαρμογή πολιτικών προς την αυτήν κατεύθυνση, και Πρόληψη Νόσου, ως αύξηση της ετοιμότητας και της αμεσότητας του συστήματος υγείας.
Κατά τον ίδιο τρόπο, μια πλήρης πρόταση αξιολόγησης των δράσεων θα κυμανθεί σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, ως άμεση ανταπόκριση στην εκπαιδευτική διαδικασία, μεσοπρόθεσμο, σε έναν δεύτερο χρόνο ως συγκριτική αξιολόγησητης παρούσης περιόδου με την ανάλογη περίοδο πριν την εφαρμογή των δράσεων, και μακροπρόθεσμο επίπεδο, ως μείωση του συνόλου των δεικτών που καταμαρτυρούν αυξανόμενη τάση της μικροβιακής αντοχής.
Η καταπολέμηση του προβλήματος απαιτεί διεπιστημονική και διατομεακή συνεργασία σήμερα, καθώς η κρισιμότητά του δεν αφήνει περεταίρω περιθώρια για χρονοτριβές.
Λέξεις κλειδιά: Mικροβιακή αντοχή, προαγωγή υγείας, αξιολόγηση, δράσεις καταπολέμησης
Χριστίνα Ζώη , Ιωάννης Αποστολάκης , Παύλος Σαράφης
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η ανάγκη για παροχή υψηλής ποιότητας υπηρεσιών υγείας με τους διαθέσιμους υλικούς και ανθρώπινους πόρους, σε συνδυασμό με ταυτόχρονη ασφάλεια των ασθενών, αποτελεί κύριο μέλημα των χωρών παγκοσμίως, με αποκορύφωμα τη Διακήρυξη του Τόκυο για την Ασφάλεια των Ασθενών το 2018.
Στην Ελλάδα γίνεται προσπάθεια λειτουργίας ενός Εθνικού Φορέα για τη Διασφάλιση της Ποιότητας των Υπηρεσιών Υγείας, ο οποίος θα στελεχώνεται από ομάδα επιστημόνων διαφόρων ειδικοτήτων και θα αναλάβει δράσεις σε όλους τους τομείς της κλινικής διακυβέρνησης με την εφαρμογή του κλινικού ελέγχου, της συνεχιζόμενης εκπαίδευσης και ανάπτυξης του προσωπικού, την καθιέρωση εθνικών δεικτών αποτίμησης της ποιότητας, την εφαρμογή κλινικών πρωτοκόλλων και κατευθυντήριων οδηγιών, την πιστοποίηση των οργανισμών παροχής υπηρεσιών υγείας, υπό το πρίσμα της εφαρμογής διοίκησης ολικής ποιότητας στους χώρους αυτούς.
Ωστόσο, πρωταρχικό δείκτη ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας αποτελεί η ασφάλεια των ασθενών που συνιστά ένα μεγάλο κεφάλαιο. Εξαρτάται από διάφορους παράγοντες και διασφαλίζεται από δράσεις που αφορούν πολλούς τομείς μεταξύ των οποίων την στελέχωση, τις υποδομές και τον εξοπλισμό, την συνεχή πιστοποιημένη εκπαίδευση του προσωπικού, την εφαρμογή διαδικασιών καταγραφής και τεκμηρίωσης των διενεργούμενων διεργασιών, την ύπαρξη και εφαρμογή τόσο πρωτοκόλλων θεραπείας αλλά και ασφάλειας των ασθενών, στη διενέργεια εσωτερικών ελέγχων, την αξιολόγηση των χρηστών.
Λέξεις κλειδιά: Ασφάλεια ασθενών, ποιότητα, δείκτες έκβασης, εθνικός φορέας ποιότητας, διασφάλιση, διακήρυξη του Τόκυο
Χριστίνα Μαρβάκη , Γεωργία Τουλιά , Σοφία Μπουγιώτη
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Εισαγωγή: Το Αγγειακό Εγκεφαλικό Επεισόδιο (ΑΕΕ) αποτελεί ένα κλινικό σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από νευρολογικό έλλειμμα που αποδίδεται σε μια οξεία, εστιακή βλάβη του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ), αγγειακής προέλευσης, όπως είναι το εγκεφαλικό έμφραγμα και η ενδοεγκεφαλική αιμορραγία.
Σκοπός: Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η καταγραφή της έκβασης των ασθενών με ισχαιμικό ΑΕE που νοσηλεύτηκαν σε παθολογική κλινική δημόσιου νοσοκομείου, ενώ οι επιμέρους στόχοι ήταν η καταγραφή της θεραπευτικής αγωγής και η συσχέτιση της έκβασης των ασθενών με τα δημογραφικά και κλινικά τους χαρακτηριστικά.
Υλικό και Μέθοδος: Η μελέτη ήταν περιγραφική, αναδρομική. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από φακέλους ασθενών που νοσηλεύτηκαν από το 2012 έως και τον Δεκέμβριο 2018.
Αποτελέσματα: Το δείγμα αποτελούνταν από 55 ασθενείς με μέση ηλικία τα 81,2 έτη, το 52,7% ήταν γυναίκες, ενώ το ποσοστό των ασθενών με ισχαιμικό ΑΕΕ ανέρχονταν στο 98,1%. Βάσει των ευρημάτων οι ασθενείς που απεβίωσαν και αυτοί που ανέπτυξαν επιπλοκές είχαν εγκατεστημένο ισχαιμικό ΑΕΕ, ενώ είχαν στατιστικά σημαντική χαμηλότερη βαθμολογία στη κλίμακα Γλασκώβης. Επίσης, οι ασθενείς που απεβίωσαν (p < 0,047) ή παρουσίασαν επιπλοκές (p < 0,001) είχαν μεγαλύτερη διάρκεια νοσηλείας. Το ποσοστό επιπλοκών ήταν σημαντικά υψηλότερο σε ασθενείς με πυρετό (p < 0,001) και σε εκείνους που είχαν δυσκολία στην ομιλία (p < 0,049).
Συμπεράσματα: Η έκβαση των ασθενών με ισχαιμικό ΑΕΕ σε παθολογική κλινική δημοσίου νοσοκομείου είναι καλή, δεδομένου ότι η συντριπτική πλειονότητα των ασθενών εξέρχεται από το νοσοκομείο. Ωστόσο, προβληματισμό δημιουργεί το εύρημα ότι δεν τηρούνται οι διεθνείς κατευθυντήριες οδηγίες κατά την αξιολόγηση και διαχείριση των ασθενών με ΑΕΕ. Επιπρόσθετα η παρουσία συγκεκριμένων επιπλοκών επισημαίνει την σημασία της εντατικότερης νοσηλευτικής φροντίδας των ασθενών με ισχαιμικό ΑΕΕ. Σε κάθε περίπτωση, συστήνεται η συμμόρφωση με τις οδηγίες σε εθνικό επίπεδο. Δεδομένου ότι το ΑΕΕ συνδέεται με αυξημένη αναπηρία και υποβάθμιση της ποιότητας της ζωής του ασθενούς, απαραίτητη κρίνεται η περαιτέρω διερεύνηση των προσδιοριστικών παραγόντων της έκβασης των ασθενών.
Λέξεις κλειδιά: Αγγειακό Εγκεφαλικό Επεισόδιο, ισχαιμικό ΑΕΕ, έκβαση, επιπλοκές, νοσηρότητα, θνητότητα
Παρασκευή Τριανταφυλλίδου , Γεωργία Γραμμένου , Διονύσιος Μπουζούκης
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Εισαγωγή: Ο Σακχαρώδης Διαβήτης (ΣΔ) είναι ένα σοβαρό χρόνιο νόσημα. Οι γνώσεις και οι στάσεις των επαγγελματιών του τομέα της υγείας για τον ΣΔ μπορούν να επηρεάσουν τα αποτελέσματα της υγείας των διαβητικών ασθενών με κακοήθη νοσήματα.
Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση των γνώσεων, των στάσεων και της συμπεριφοράς των επαγγελματιών του τομέα της υγείας σχετικά με τον ΣΔ ογκολογικών ασθενών.
Υλικό και μέθοδος: Η έρευνα διεξήχθη σε επαγγελματίες υγείας Αντικαρκινικού Νοσοκομείου της Θεσσαλονίκης. Οι κλίμακες DSDS και DAS-3 χρησιμοποιήθηκαν για την εκτίμηση των αντιλήψεων και των συμπεριφορών για τον ΣΔ.
Αποτελέσματα: Στην έρευνα συμμετείχαν 168 επαγγελματίες υγείας, με μέση ηλικία τα 44,08 έτη (SD ± 9,17) και μέσο χρόνο προϋπηρεσίας 19,3 έτη (SD ± 8,99). Αναφορικά με τα συναισθήματα των συμμετεχόντων για τον ΣΔ, οι μεγαλύτερες βαθμολογίες συγκεντρώθηκαν για την «βοήθεια από την οικογένεια στη διαχείριση ΣΔ» ( 4,36 ± 1,06) και για την «άσκηση και σακχαρώδης διαβήτης» (4,35 ± 1,04). Καταγράφηκε συμφωνία στην άποψη ότι υπάρχει ανάγκη για ειδική εκπαίδευση στον ΣΔ των επαγγελματιών υγείας, για τη φροντίδα των διαβητικών ασθενών (1,78 ± 0,48), ενώ το δείγμα είχε ουδέτερη άποψη για τη σοβαρότητα της νόσου (3,08 ± 0,57).
Συμπεράσματα: Η εκπαίδευση του υγειονομικού προσωπικού στον ΣΔ θεωρείται αναγκαία. Οργανωμένες παρεμβάσεις μπορούν να διευκολύνουν τη στάση των διαβητικών ασθενών στη διαχείριση της νόσου, οδηγώντας σε μεγαλύτερα επίπεδα συμμόρφωσης με τη θεραπεία.
Λέξεις κλειδιά: Σακχαρώδης διαβήτης, επαγγελματίες υγείας, στάσεις, αντιλήψεις
Αντώνιος Μαϊδάνογλου , Αλεξάνδρα Σκίτσου , Γιώργος Χαραλάμπους
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Εισαγωγή: Στο τμήμα αιμοληψιών του Γ. Ν. Σερρών παρέχονται υπηρεσίες λήψης αίματος στους προσερχόμενους εξωτερικούς χρήστες υπηρεσιών υγείας και μια μελέτη ικανοποίησης για τις υπηρεσίες που λαμβάνουν κρίθηκε αναγκαία, ενώ επισημαίνεται η σημασία της μέτρησης της ικανοποίησης των προσδοκιών τους σε σχέση με την ποιότητα των υπηρεσιών υγείας που παρέχονται.
Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση του βαθμού ικανοποίησης των χρηστών από τις παρεχόμενες υπηρεσίες ενός τμήματος αιμοληψιών Γενικού Δημόσιου Νοσοκομείου
Υλικό-Μέθοδος: Πραγματοποιήθηκε μια συγχρονική μελέτη με ερωτηματολόγιο 23 ερωτήσεων μέσω δειγματοληψίας ευκολίας των προσερχόμενων για αιμοληψία -εφαρμόστηκε σε δείγμα 208 ατόμων-απαντήθηκε από 200, στο διάστημα Δεκεμβρίου 2018- Ιανουαρίου 2019. Στατιστικά αναλύθηκε μέσω SPSS 21, χρησιμοποιήθηκε η x2 κατανομή για τον έλεγχο ανεξαρτησίας μέσω του δείκτη Pearson Chi-Square και των δεικτών Cramer’s V και Contigency coefficient για τον έλεγχο των συσχετίσεων. Για τον βαθμό αξιοπιστίας εσωτερικής συνέπειας χρησιμοποιήθηκε ο δείκτης Cronbach's Alpha και το επίπεδο στατιστικής σημαντικότητας ήταν 0,05.
Αποτελέσματα: Αναδείχθηκαν υψηλά ποσοστά «πολύ» ικανοποιημένων χρηστών στις κύριες συσχετίσεις που αφορούσαν το φύλο έναντι α) εμπειρίας - ικανότητας εκτέλεσης αιμοληψιών 90,5% (άνδρες) , 78,6% (γυναίκες), β) αξιοπιστίας-ταχύτητας έκδοσης αποτελεσμάτων 68,9% (άνδρες), 65,1% (γυναίκες), γ) συμφωνίας με τη νέα διαδικασία GDPR 85,1% (άνδρες), 73,8% (γυναίκες) δ) ικανοποίησης από την εξυπηρέτηση-αναμονή- ευγένεια του προσωπικού 83,8% (άνδρες), 71,4% ( γυναίκες) ε) ισότιμης μεταχείρισης ανασφάλιστων 63,5%(άνδρες) ,72,2 % (γυναίκες), ενώ στις 3 ενότητες των ερωτήσεων σχετικά με τις διαδικασίες του τμήματος τα ποσοστά ικανοποίησης για το σύνολο των συμμετεχόντων στη μελέτη ήταν 85,8% , 80,1% και 95% (σύνολα αθροιζόμενων θετικών απόψεων «πολύ» και «αρκετά»)
Συμπεράσματα: Ποσοστά θετικής ικανοποίησης άνω του 80% στις διαδικασίες που ακολουθούνται, ανέδειξαν υψηλά επίπεδα ικανοποιημένων χρηστών υπηρεσιών υγείας.
Λέξεις κλειδιά: Έρευνα, ικανοποίηση αναγκών, χρήστες υπηρεσιών υγείας, ποιότητα παρεχόμενων υπηρεσιών
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Εισαγωγή: Οι επαγγελματίες υγείας παρουσιάζουν την τάση να εθίζονται με την εργασία τους πολλές φορές εις βάρος των δικών τους αναγκών. Η επαγγελματική ικανοποίηση είναι η θετική συναισθηματική ανταπόκριση που δημιουργείται στο άτομο από την εκτέλεση των καθηκόντων του.
Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της σχέσης του επαγγελματικού εθισμού με την εργασιακή ικανοποίηση στους επαγγελματίες υγείας των Κυκλάδων.
Υλικό και Μέθοδος: Στη μελέτη, που πραγματοποιήθηκε τον Ιανουάριο έως Απρίλιο του 2020, συμμετείχαν 172 επαγγελματίες υγείας κέντρων υγείας και νοσοκομειακών μονάδων των Κυκλάδων της χώρας. Το δείγμα περιλάμβανε ειδικευμένους γιατρούς, γιατρούς ειδικευόμενους, νοσηλευτές, βοηθούς νοσηλευτών, διοικητικό και τεχνικό προσωπικό. Για τη συλλογή των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε ένα ερωτηματολόγιο αποτελούμενο από τρία μέρη. Το πρώτο μέρος περιλάμβανε τα δημογραφικά , οικογενειακά και επαγγελματικά χαρακτηριστικά των συμμετεχόντων. Το δεύτερο μέρος του ερωτηματολογίου πραγματευόταν τον επαγγελματικό εθισμό. Το τρίτο μέρος του ερωτηματολογίου είχε ως θέμα την επαγγελματική ικανοποίηση. Η ανάλυση των δεδομένων έγινε με το με τη χρήση του SPSS version 24.
Αποτελέσματα: Η συντριπτική πλειοψηφία του δείγματος παρουσίασε χαμηλή επαγγελματική ικανοποίηση και ως προς τους 9 παράγοντες που εξετάστηκαν (προαγωγή, μισθό, σχέση με προϊσταμένους, αναγνώριση, φύση εργασίας, επικοινωνία , προνόμια, λειτουργία οργανισμού). Επιπρόσθετα περισσότεροι από τους μισούς επαγγελματίες υγείας εμφάνισαν χαμηλό επίπεδο εργασιακό εθισμού.
Συμπεράσματα: Η εισαγωγή προγραμμάτων εκπαίδευσης για την διαχείριση των εργασιακών σχέσεων και την αντιμετώπιση του υπερβολικού όγκου εργασίας μπορούν να ενισχύσουν την επαγγελματική ικανοποίηση των εργαζομένων. Η παροχή ψυχολογικής υποστήριξης κρίνεται αναγκαία λόγω του απαιτητικού και στρεσογόνου εργασιακού χώρου τους.
Λέξεις κλειδιά: Επαγγελματικός εθισμός, επαγγελματική ικανοποίηση, Κυκλάδες
Κλεάνθη Κορέτα , Ευάγγελος Δούσης , Ιωάννης Καλεμικεράκης , Θεόδωρος Καπάδοχος
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Εισαγωγή: Η σταθεροποίηση ενός πολυτραυματία ασθενή αποτελεί μια πρόκληση για τους νοσηλευτές και τους γιατρούς. Η επιτυχής αντιμετώπιση του πολυτραυματία ασθενή περιλαμβάνει την εξασφάλιση του αναπνευστικού αγωγού με την ακινητοποίηση της αυχενικής μοίρας σπονδυλικής στήλης, την αποκατάσταση της αναπνοής και της κυκλοφορίας στους ιστούς, την επαρκή και ικανοποιητική εκτίμηση της νευρολογικής κατάστασης του ασθενή και τη διαχείριση του εξωτερικού περιβάλλοντος προς όφελος του πολυτραυματία. Η διαχείριση του αεραγωγού και η διασωλήνωση αποτελεί μια ιδιαίτερα σημαντική δεξιότητα.
Σκοπός: Σκοπός της μελέτης είναι η αξιολόγηση της συσκευής λαρυγγοσκόπησης Airtraq στη διαχείριση του αεραγωγού σε πολυτραυματίες ασθενείς στο τμήμα επειγόντων περιστατικών.
Μεθοδολογία: Συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας με αναζήτηση των σχετικών άρθρων που δημοσιεύτηκαν στις βάσεις δεδομένων Pubmed, Cochrane, Scopus και Google Scholar, από το 2011-2020.
Αποτελέσματα: Συγκριτικά με άλλες συσκευές λαρυγγοσκόπησης, το Airtraq φαίνεται να είναι πιο αποτελεσματικό, προσφέροντας υψηλότερα ποσοστά επιτυχούς διασωλήνωσης σε πολυτραυματίες. Επιπλέον, με το Airtraq απαιτούνται λιγότερες διορθωτικές κινήσεις στην διασωλήνωση, ο χρόνος διασωλήνωσης είναι μικρότερος και επιτυγχάνεται γρήγορη σταθεροποίηση των ζωτικών ενδείξεων των ασθενών.
Συμπεράσματα: Δεδομένου ότι, η ανεπιτυχής ενδοτραχειακή διασωλήνωση αυξάνει τη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα των πολυτραυματιών ασθενών, η χρήση του Airtraq συγκριτικά με παρόμοιες συσκευές παρουσιάζει μια πληθώρα πλεονεκτημάτων.
Λέξεις κλειδιά: Συσκευή Airtraq, Διαχείριση αεραγωγού, Πολυτραυματίας
Αναστασία Λιβανίδη , Ιωάννης Καλεμικεράκης , Γεωργία Τουλιά , Θεόδωρος Καπάδοχος
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Εισαγωγή: Η καρδιακή ανακοπή αποτελεί μία από τις κυριότερες αιτίες θανάτου. Η επίπτωση της ενδονοσοκομειακής καρδιακής ανακοπής είναι 1-5 ανά 1.000 ασθενείς, με την επιβίωση μέχρι το εξιτήριο να ανέρχεται σε 15%-20%. Η αδρεναλίνη χρησιμοποιείται παραδοσιακά στην καρδιακή ανακοπή, στην προσπάθεια διατήρησης της συστηματικής κυκλοφορίας και της εγκεφαλικής λειτουργίας.
Σκοπός: Σκοπός της παρούσας συστηματικής ανασκόπησης ήταν η διερεύνηση της αποτελεσματικότητας της αδρεναλίνης κατά την καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση, τόσο για την ταχεία επανάκτηση της συστηματικής κυκλοφορίας, όσο και για τη βέλτιστη νευρολογική έκβαση των ασθενών που υπέστησαν καρδιακή ανακοπή.
Υλικό και Μέθοδος: Αναζητήθηκε η σχετική ελληνική και διεθνής βιβλιογραφία, από το 2014 έως το 2019, στις ηλεκτρονικές βάσεις αποδελτίωσης βιβλιογραφικών δεδομένων: Pubmed, ScienceDirect, Scopus, Cochrane, στη Γκρίζα Βιβλιογραφία, σε περιοδικά επιστημονικού ενδιαφέροντος και στα Μεταπτυχιακά και Διδακτορικά προγράμματα των τμημάτων Ιατρικής και Νοσηλευτικής. Οι λέξεις κλειδιά που χρησιμοποιήθηκαν ήταν: adrenaline, epinephrine, cardiac arrest, cardiopulmonary resuscitation και οι αντίστοιχες ελληνικές λέξεις.
Αποτελέσματα: Από τα 497 άρθρα που ανέδειξε η αναζήτηση επιλέχθηκαν τελικά 16 άρθρα που κάλυπταν πληρέστερα το υπό μελέτη θέμα. Μετά την ανασκοπική μελέτη τα αποτελέσματα έδειξαν ότι λιγότερες δόσεις αδρεναλίνης που χορηγούνται όσο το δυνατόν γρηγορότερα έχουν καλύτερα αποτελέσματα τόσο στην ταχεία επανάκτηση της συστηματικής κυκλοφορίας όσο και στην επιβίωση με επιθυμητή νευρολογική έκβαση σε ασθενείς με καρδιακή ανακοπή. Πολλά φάρμακα και πολλαπλές δόσεις αδρεναλίνης συνδέονται με χαμηλότερα ποσοστά επιβίωσης. Ενδεχομένως χρειάζεται εξατομίκευση της αναζωογόνησης, καθώς άτομα με σωματικό βάρος >82,5kg φαίνεται πως δε λαμβάνουν επαρκείς ποσότητες αδρεναλίνης.
Συμπεράσματα: Λιγότερες δόσεις αδρεναλίνης και άλλων φαρμάκων που χρησιμοποιούνται στην καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση, χορηγούμενες όσο το δυνατόν γρηγορότερα, έχουν καλύτερα αποτελέσματα τόσο στην ταχεία επανάκτηση της συστηματικής κυκλοφορίας όσο και στην επιβίωση με επιθυμητή νευρολογική έκβαση σε θύματα ενδονοσοκομειακής ή εξωνοσοκομειακής καρδιακής ανακοπής.
Λέξεις κλειδιά: Αδρεναλίνη, επινεφρίνη, καρδιακή ανακοπή, καρδιοαναπνευστική αναζωογόνηση