Η χρόνια λοίμωξη από τον ιό της ηπατίτιδας C (HCV) είναι μία από τις συχνότερα μεταδιδόμενες ασθένειες σε παγκόσμιο επίπεδο. Υπολογίζεται πως περισσότεροι από 170 εκατομμύρια άνθρωποι διεθνώς έχουν μολυνθεί από τον HCV. Ο HCV είναι υπεύθυνος για το 70% των περιπτώσεων χρονίας ηπατίτιδας, το 60% των περιπτώσεων ηπατοκυτταρικού καρκίνου και το 30% των μεταμοσχεύσεων ήπατος. Η χρόνια ηπατίτιδα C απαιτεί την έγκαιρη θεραπευτική αντιμετώπισή της πριν προκαλέσει ανεπανόρθωτες βλάβες στο ηπατικό παρέγχυμα (κίρρωση, ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα). Η θεραπεία αποσκοπεί: α) στην εκρίζωση του ιού από τον οργανισμό και στην επί μακρόν μετά το πέρας της θεραπείας διατήρηση μη ανιχνεύσιμων επιπέδων HCV-RNA στο αίμα του ασθενούς και β) στη σταθεροποίηση ή βελτίωση των ιστολογικών αλλοιώσεων στο ήπαρ. Η αντιμετώπιση της χρόνιας ηπατίτιδας C ξεκίνησε στη δεκαετία του 80' με την πολύμηνη χορήγηση ιντερφερόνης άλφα (IFN-α), ενώ μέσα σε λίγα χρόνια προστέθηκε στην αγωγή και η ριμπαβιρίνη. Ακολούθησε χρονικά η χρησιμοποίηση πεγκυλιωμένης ιντερφερόνης (PEG-IFN), μόνης ή σε συνδυασμό με ριμπαβιρίνη. Μία εις βάθος αναφορά της σύγχρονης θεραπευτικής προσέγγισης της χρόνιας ηπατίτιδας C περιλαμβάνει τις απαντήσεις στα ακόλουθα ερωτήματα: α) ποιοί ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα C πρέπει να θεραπεύονται; β) ποιός είναι ο αναγκαίος κλινικός και εργαστηριακός έλεγχος πριν την έναρξη της θεραπείας; γ) ποιά είναι η πλέον αποτελεσματική θεραπεία και ποιά η χρονική διάρκεια αυτής; και δ) ποιά είναι η καταλληλότερη προσέγγιση για την παρακολούθηση των ασθενών και τον έλεγχο της ανταποκρίσεως στην θεραπεία; Επίσης, δίδεται ιδιαίτερο βάρος στις σημαντικότερες ανεπιθύμητες ενέργειες της θεραπείας, καθώς σε πολλές περιπτώσεις αποτελούν την αιτία τροποποίησης της αρχικής δοσολογίας ή ακόμα και διακοπής της θεραπείας.
Λέξεις κλειδιά: Χρόνια Ηπατίτιδα C, ιντερφερόνη, ριμπαβιρίνη