ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Το φαινόμενο Commotio Cordis είναι η αιφνίδια έναρξη κοιλιακής μαρμαρυγής που προκαλείται από αμβλύ τραύμα στην καρδιά. Αν και είναι σπάνιο, αποτελεί σημαντική αιτία αιφνίδιου θανάτου σε νεαρούς αθλητές.
Το παρόν άρθρο εστιάζει στην διερεύνηση των παραγόντων που συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης Commotio Cordis μετά από κρούση αντικειμένου στο πρόσθιο θωρακικό τοίχωμα. Η καταγραφή των εκλυτικών παραγόντων της θανατηφόρας αυτής αρρυθμίας θα μπορούσε γίνει αρωγός στην δημιουργία πρωτόκολλων πρόληψης.
Κριτήρια εισαγωγής στο παρόν άρθρο αποτέλεσαν οι μελέτες που είχαν δημοσιευτεί στην Αγγλική γλώσσα. Αναζητήθηκαν οι εξής όροι «παθοφυσιολογία Commotio Cordis», «επιδημιολογία Commotio Cordis», «κρούση στο στήθος», «κοιλιακή μαρμαρυγή» μεμονωμένα και σε συνδυασμούς. Κριτήρια αποκλεισμού αποτέλεσαν η γλώσσα εκτός της αγγλικής και το είδος του άρθρου (γράμμα στον εκδότη, άρθρο σύνταξης).
Παράγοντες κινδύνου αποτελούν το σημείο πρόσκρουσης στον θώρακα, ο χρόνος του καρδιακού κύκλου την στιγμή της πρόσκρουσης καθώς και το μέγεθος του αντικειμένου. Βιολογικά χαρακτηριστικά όπως το φύλο, η ευκαμψία του θωρακικού τοιχώματος και η γενετική ευαισθησία παίζουν επίσης ρόλο στο Commotio cordis.
Το φαινόμενο Commotio Cordis απασχολεί την επιστημονική κοινότητα σε παγκόσμιο επίπεδο. Απαιτούνται αυξημένες προσπάθειες για πρόληψη έγκαιρη αναγνώριση και αντιμετώπιση από αμβλύ τραύμα στο στήθος κατά την διάρκεια των αθλημάτων με στόχο τη μείωση των απειλητικών για τη ζωή αρρυθμιών που σχετίζονται με υψηλή θνησιμότητα.
Λέξεις κλειδιά: Commotio cordis, κοιλιακή μαρμαρυγή, αιφνίδιος καρδιακός θάνατος, πρόσκρουση στο στήθος
Ευανθία Μπουτζέτη , Ιωάννης Αποστολάκης , Παύλος Σαράφης
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η υπογονιμότητα αποτελεί μία από τις βασικές πηγές ανησυχίας για την παγκόσμια υγεία και παρότι η εξελισσόμενη ιατρική τεχνολογία με την μέθοδο της εξωσωματικής γονιμοποίησης και τη χρήση γενετικού υλικού τρίτων μπορεί να είναι αποτελεσματική, υπάρχουν ηθικοί προβληματισμοί για την χρήση της.
Σκοπός: Το παρόν άρθρο αναλύει τους ηθικούς προβληματισμούς που αφορούν γενικά τη χρήση των νέων μεθόδων τεχνολογίας για την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή. Επιπλέον, αναφέρεται σε ηθικά διλήμματα σχετικά με τη χρήση γενετικού υλικού τρίτων, όπως γαμέτες ή γονιμοποιημένα ωάρια, και την νομική καθιέρωση του υποψήφιου δότη σχετικά με την γνωστοποίηση ή όχι της ταυτότητάς του σε περίπτωση επιλογής του γενετικού του υλικού προς τεκνοποίηση, θέματα τα οποία χρήζουν διεξοδικής ανάλυσης.
Υλικό και Μέθοδος: Έγινε βιβλιογραφική ανασκόπηση στην αγγλική γλώσσα στις διεθνείς βάσεις δεδομένων Scopus, Pubmed και Google Scholar, χρησιμοποιώντας λέξεις κλειδιά.
Αποτελέσματα: Οι ηθικοί προβληματισμοί, για την ιατρικώς υποβοηθούμενη αναπαραγωγή, την δυνατότητα επέκτασης του ορίου ηλικίας των γυναικών για τεκνοποίηση και την χρήση γενετικού υλικού τρίτων, θα πρέπει αφενός να εξετάζονται επαρκώς σε όλες τους τις διαστάσεις και αφετέρου να αναθεωρούνται συστηματικά λόγω των συνεχών επιστημονικών και τεχνολογικών εξελίξεων.
Συμπεράσματα: Οι νομοθετικές αλλαγές, για τη γονιμοποίηση με την υποβοηθούμενη αναπαραγωγή ή την χρήση γενετικού υλικού τρίτων, είναι αναγκαίες σε παγκόσμιο επίπεδο και τα ηθικά διλήμματα πολλαπλά.
Λέξεις κλειδιά: Υπογονιμότητα, Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή, ηθικά διλήμματα και προβληματισμοί, ηλικιακοί περιορισμοί γυναικών, γενετικό υλικό τρίτων
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η επίδραση του Συνδρόμου Επαγγελματικής Εξουθένωσης στους εργαζομένους στις υπηρεσίες υγείας και ειδικότερα στο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό είναι πολυδιάστατη. Οι συνέπειες έχουν άμεση διασύνδεση με το επίπεδο υγείας του ανθρώπινου δυναμικού των υπηρεσιών υγείας, της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών προς τους ασθενείς καθώς και την αποτελεσματικότητα του συστήματος υγείας μιας χώρας. Στην παρούσα μελέτη θα αναλυθούν τόσο οι προαναφερθείσες συνέπειες που ανακύπτουν όσο και οι παρεμβάσεις πρόληψης της εμφάνισης του Συνδρόμου Επαγγελματικής Εξουθένωσης σε ατομικό και σε επιχειρησιακό-οργανωτικό επίπεδο. Τα μέτρα πρόληψης έχουν στόχο αφενός να βελτιώσουν την υγεία των εργαζομένων στις μονάδες υγείας και αφετέρου να βελτιστοποιήσουν την αποδοτικότητα και αποτελεσματικότητα όλων των βαθμίδων φροντίδας υγείας και την εν γένει ικανοποίηση των ασθενών από το σύστημα υγείας. Η επαγγελματική εξουθένωση των επαγγελματιών υγείας είναι ένα χρόνιο πρόβλημα και η συγκεκριμένη δυσαρμονία, κατά την οποία τα ψυχικά και σωματικά αποθέματά τους έρχονται σε ανισορροπία με τις επαυξημένες εργασιακές απαιτήσεις, δεν εμφανίζεται στιγμιαία. Αντιθέτως προκαλείται από συνιστώσες που σταδιακά επηρεάζουν αρνητικά την εργασιακή ευημερία τους. Τέτοιοι παράγοντες, όπως είναι η έλλειψη προσωπικού, η ασάφεια εργασιακών ρόλων, η απουσία υποστήριξης από τους προϊσταμένους και τους διευθυντές των εργαζομένων στον χώρο της υγείας και η ανεπάρκεια της διοίκησης στην ανεύρεση εναλλακτικών τρόπων αντιμετώπισης του συνδρόμου επαγγελματικής εξουθένωσης, δεν δημιουργούν προστιθέμενη αξία στην πρόληψη και αντιμετώπιση του φαινομένου.
Λέξεις κλειδιά: Σύνδρομο επαγγελματικής εξουθένωσης, ποιότητα υπηρεσιών υγείας, επίπεδο υγείας εργαζομένων, αποτελεσματικότητα συστήματος υγείας
Δημήτριος Παπαγεωργίου , Αναστασία-Μαρία Σγουράκη , Αλέξανδρος-Παντελής Τσίγκας
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Τα φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου είναι ένας γενικός όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τα νοσήματα που σχετίζονται με μία χρόνια φλεγμονή του πεπτικού σωλήνα. Η ελκώδης κολίτιδα, που αναφέρεται στη μακροχρόνια φλεγμονή του βλεννογόνου του παχέος εντέρου (κολίτιδα ως φλεγμονή του «κόλον») και η νόσος του Crohn, που αναφέρεται στην πιθανή φλεγμονή του συνόλου της πεπτικής οδού και συχνά μπορεί να εξαπλώνεται και βαθύτερα του προσβεβλημένου βλεννογόνου, ονομάζονται ιδιοπαθή φλεγμονώδη νοσήματα του εντέρου (ΙΦΝΕ).
H διατροφή είναι ένας από τους περιβαλλοντικούς παράγοντες, οι οποίοι ρυθμίζουν τον εντερικό μικροβιόκοσμο, συνεπώς, μπορεί να διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην πρόληψη και τη διαχείριση των ΙΦΝΕ. Η Δυτικού τύπου δίαιτα έχει συσχετισθεί με αύξηση της πιθανότητας παρουσίας φλεγμονής στο έντερο. Σημαντική είναι η αξιολόγηση της επίδρασης των θρεπτικών συστατικών και των τροφίμων στον κίνδυνο εμφάνισης ΙΦΝΕ, όπως και η επίδραση διατροφικών προτύπων και παρεμβάσεων στη διαχείριση τους.
Η πρόσληψη φρούτων, λαχανικών, προβιοτικών, πολυφαινολών και ω-3 λιπαρών οξέων φαίνεται να έχει προστατευτικό ρόλο στην εμφάνιση ΙΦΝΕ, ενώ η κατανάλωση υψηλής ποσότητας ολικών λιπιδίων, ωμεγα-6 λιπαρών οξέων καθώς και ζωικών πρωτεϊνών φαίνεται να αυξάνει τον κίνδυνο. Έχουν μελετηθεί διάφορες δίαιτες όπως η αποκλειστική εντερική δίαιτα, η δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε ζυμώσιμους ολιγο-, δι-, μονοσακχαρίτες και πολυόλες, η ειδική δίαιτα υδατανθράκων, η αντιφλεγμονώδης, η μεσογειακή, η ημιχορτοφαγική και η παλαιολιθική δίαιτα, οι οποίες φαίνεται ότι πιθανώς αντιμετωπίζουν τα συμπτώματα και συνεισφέρουν στη μείωση της φλεγμονής. Η επιλογή της κάθε δίαιτας εξαρτάται από την ηλικία, τη δραστηριότητα της νόσου και τις χειρουργικές επεμβάσεις.
Λέξεις κλειδιά: Δίαιτα, διατροφή, πρόληψη, θεραπεία, φλεγμονώδης νόσος του εντέρου, νόσος του Crohn, ελκώδης κολίτιδα
Γεώργιος Κηπουργός , Γρηγόριος Κούρτης , Κωνσταντίνα Καρανικόλα , Ελένη Αλμπάνη , Αναστάσιος Τζεναλής
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Εισαγωγή: Η πανδημία COVID-19 άλλαξε την καθημερινή πρακτική στην αξιολόγηση και στην αντιμετώπιση ασθενών με καρδιοαναπνευστική ανακοπή και ως επακόλουθο εκδόθηκαν έκτακτες κατευθυντήριες οδηγίες από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Αναζωογόνησης. Οι νοσηλευτές των ΤΕΠ και των Μονάδων Εντατικής Παρακολούθησης, λόγω της στατιστικά συχνής εμπλοκής τους με τέτοια περιστατικά, επιβάλλεται να είναι ενήμεροι για την αλλαγή στα πρωτόκολλα και ικανοί να εξισορροπούν τον κίνδυνο και το πιθανό όφελος για τον ασθενή.
Σκοπός: Να διερευνηθεί η πιθανή συσχέτιση του δημογραφικού προφίλ του νοσηλευτικού προσωπικού, που εργάζεται σε ΤΕΠ, ΜΕΘ και καρδιολογικές μονάδες, σχετικά με το γνωστικό υπόβαθρο της εξειδικευμένης υποστήριξης της ζωής, τόσο στις οδηγίες που ίσχυαν πριν, όσο και σε αυτές που εκδόθηκαν εκτάκτως κατά την περίοδο της πανδημίας.
Υλικό και Μέθοδος: Η παρούσα ερευνητική μελέτη, αποτελεί συγχρονική περιγραφική μελέτη συσχέτισης, που διεξήχθη διαδικτυακά αποκλειστικά στο νοσηλευτικό προσωπικό του Ε.Σ.Υ. κατά τους μήνες Ιανουάριος-Μάρτιος 2022.
Αποτελέσματα: Επαρκές γνωστικό υπόβαθρο αποδείχθηκε να έχει μόλις το 13,7% των συμμετεχόντων σχετικά με τις οδηγίες πριν την πανδημία και 12,7% κατά την πανδημία.
Στατιστικά θετική σημαντική συσχέτιση αναδείχτηκε μεταξύ των μεταπτυχιακών και διδακτορικών σπουδών, του τμήματος εργασίας και της συχνότητας αντιμετώπισης περιστατικών καρδιοπνευμονικής ανακοπής, σε ότι αφορούσε το πρωτόκολλο που ίσχυε πριν την πανδημία. Αντίστοιχα, σχετικά με τις έκτακτες οδηγίες που αφορούσαν την πανδημία, οι παράγοντες που απέδειξαν ισχυρή στατιστική σχέση με υψηλό επίπεδο γνώσεων ήταν η μεγαλύτερη ηλικία, η μόνιμη σχέση εργασίας, η μακροχρόνια επαγγελματική εμπειρία, καθώς και η συχνότητα αντιμετώπισης περιστατικών ανακοπής.
Συμπεράσματα: Το νοσηλευτικό προσωπικό των ΤΕΠ και των Μονάδων Εντατικής Παρακολούθησης, εμπλέκεται πολύ συχνά σε καταστάσεις εξειδικευμένης υποστήριξης και αναζωογόνησης, οπότε εξ’ ορισμού οφείλει να διαθέτει επαρκές επίπεδο γνώσεων και να είναι ενημερωμένο με τις τρέχουσες κατευθυντήριες συστάσεις. Η αναζήτηση των δημογραφικών τους στοιχείων και η πιθανή συσχέτιση κάποιων παραγόντων με το γνωστικό υπόβαθρο, θα βοηθήσει σε μελλοντική βελτίωση.
Λέξεις κλειδιά: νοσηλευτής και ενδονοσοκομειακή ανακοπή, ενδονοσοκομειακή ανακοπή, Εξειδικευμένη Υποστήριξη της Ζωής, Covid-19
Μαρία Βάχλα , Όλγα Καδδά , Σπυρίδων Δρίτσας , Κωνσταντίνος Παπαμιχαήλ , Γεώργιος Τριάντης , Χριστίνα Μαρβάκη
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Εισαγωγή: Tο σύνδρομο οξείας Αναπνευστικής δυσχέρειας (ARDS), αποτελεί ένα σύνδρομο φλεγμονώδους πνευμονικής βλάβης, όπου σύμφωνα με τον ορισμό του Βερολίνου διαγνωστικά κριτήρια, αποτελούν η έναρξή του εντός μίας εβδομάδας, η επιδεινούμενη σοβαρή υποξαιμία, τα απεικονιστικά ευρήματα και η καθορισμένη προέλευση του οιδήματος. Το ARDS είναι σύνδρομο υψηλής νοσηρότητας και θνητότητας. Η θνητότητα κυμαίνεται από 46% έως 60%.
Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της επίδρασης του ARDS στην εμφάνιση καρδιακών αρρυθμιών των ασθενών που νοσηλεύτηκαν στην Μονάδα Εντατικής Θεραπείας.
Υλικό-Μέθοδος: Πραγματοποιήθηκε αναδρομική μελέτη, της οποίας το δείγμα αποτέλεσαν 50 ασθενείς με ARDS σε μηχανική υποστήριξη της αναπνοής, οι οποίοι νοσηλεύθηκαν σε Μ.Ε.Θ. covid-19 μεγάλου επαρχιακού Νοσοκομείου, κατά το χρονικό διάστημα Αύγουστος 2021 έως Ιανουάριος 2022. Η συλλογή του δείγματος έγινε με βάση τους κανόνες της τυχαίας δειγματοληψίας. Το φύλλο συλλογής δεδομένων περιελάβανε τις εξής παραμέτρους: δημογραφικά στοιχεία του ασθενούς, οικογενειακή κατάσταση, διάρκεια νοσηλείας, ατομικό ιστορικό και συνοδά νοσήματα, συνθήκες μηχανικού αερισμού, αέρια αίματος, φαρμακευτική αγωγή, επεισόδια και είδος αρρυθμιών. Η στατιστική ανάλυση πραγματοποιήθηκε σε επίπεδο σημαντικότητας p=0,05.
Αποτελέσματα: Στην μελέτη συμμετείχαν 50 ασθενείς με ARDS. Είκοσι δύο ασθενείς (44%) ήταν άρρενες και 28 (56%) γυναίκες. Η μέση ηλικία των ασθενών ήταν τα 66,6(13,92) έτη, με μέσο χρόνο παραμονής στην Μ.Ε.Θ. τις 14,38(10,48) ημέρες. Η μελέτη συσχετίσεων έδειξε ότι το 17,9% των ασθενών που παρουσίασε βαρύ ARDS κατά την εισαγωγή του στη ΜΕΘ και το 50% με μέτριο ARDS συσχετίστηκε με την ύπαρξη PVC αρρυθμίας (ρ=6,63, p=0,036), το 50% των ασθενών που παρουσίασε βαρύ ARDS κατά τη διάρκεια νοσηλείας του στη ΜΕΘ και το 9,1% με μέτριο ARDS συσχετίστηκε με την ύπαρξη υπο- υπερθυρεοειδισμού (ρ=11,19, p=0,004).
Συμπεράσματα: Συμπερασματικά, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η βαρύτητα του ARDS δεν επηρεάστηκε από τους διάφορους τύπους καθ’ όλη τη νοσηλεία του ασθενούς στην Μ.Ε.Θ. Παράγοντες όπως η ηλικία και το φύλο δεν φάνηκε να αλληλοεπιδρούν με τον λόγο PO2/FiO2, σε αντίθεση ο λόγος αυτός φάνηκε να επηρεάζεται από τις ημέρες νοσηλείας του ασθενούς.
Άννα Μαρίνα Λιάπη , Χριστίνα Μαρβάκη , Ιωάννης Κουτελέκος , Ευάγγελος Δούσης
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Εισαγωγή: Οι λοιμώξεις που σχετίζονται με την κεντρική φλεβική γραμμή (Central Line-associated Bloodstream Infections – CLABSI’s) επιβαρύνουν την υγειονομική περίθαλψη των παιδιών με καρκίνο.
Σκοπός: Σκοπός της μελέτης ήταν η διερεύνηση των CLABSI’s στα παιδιά με καρκίνο.
Υλικό-Μέθοδος: Συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας που πραγματοποιήθηκε από 2012-2022, με αναζήτηση άρθρων με τη χρήση λέξεων κλειδιών σε διεθνείς βιβλιογραφικές βάσεις δεδομένων (PubMed, Scopus). Το δείγμα της μελέτης συμπεριλαμβάνει δημοσιευμένα ερευνητικά άρθρα που αναφέρονται στη θεραπεία, την επίπτωση και τους παράγοντες κινδύνου εμφάνισης των CLABSI’s. Τα κριτήρια εισαγωγής των άρθρων στη μελέτη ήταν: 1. Να είναι γραμμένα στην Αγγλική γλώσσα, 2. Να αφορούν παιδιά (<18 ετών) με καρκίνο που φέρουν κεντρική φλεβική γραμμή (ΚΦΓ), 3. Να αφορούν τις CLABSI’s αυτών των παιδιών. Μετά την αναζήτηση στις βάσεις δεδομένων προέκυψαν συνολικά 12 άρθρα.
Αποτελέσματα: Οι CLABSI’s σε παιδιά με καρκίνο αφορούν το 4,5-29% των παιδιών αυτών που φέρουν ΚΦΓ. Οι πιο συχνοί μικροοργανισμοί που παρατηρήθηκαν σε CLABSI’s ήταν οι κοαγουλάση(-) σταφυλόκοκκοι και η Klebsiella pneumoniae και οι μύκητες. Οι παράγοντες που σχετίζονται με την εμφάνιση CLABSI’s σε παιδιά με καρκίνο αφορούν κυρίως το βαθμό οξείας ασθένειας του παιδιού, το βαθμό ουδετεροπενίας του παιδιού, το είδος του καθετήρα, την εντατική χορήγηση χημειοθεραπείας, την παρεντερική διατροφή, τη διάρκεια παραμονής στο νοσοκομείο, τη θέση εισαγωγής του καθετήρα, τη χρήση αντιβιοτικών, την ημέρα εισαγωγής και τη λειτουργία της ΚΦΓ, τον αριθμό μεταγγίσεων και εξετάσεων αίματος. Η συμμόρφωση των επαγγελματιών υγείας με τα συνιστώμενα μέτρα για τη φροντίδα της ΚΦΓ παραμένει υψηλή ενώ η συμμόρφωση των γονέων/οικογενειών είναι χαμηλή.
Συμπεράσματα: Οι επαγγελματίες υγείας που φροντίζουν παιδιά με καρκίνο οφείλουν να επιτηρούν συστηματικά για την εμφάνιση των CLABSI’s, να λαμβάνουν μέτρα για τον περιορισμό των παραγόντων που επιδρούν στην εμφάνισή τους και να ενημερώνουν/εκπαιδεύουν τους γονείς ώστε να συμμορφώνονται με τη τήρηση των οδηγιών για τη φροντίδα των ΚΦΓ.
Αθανασία Μπέλμπα , Γεωργία Φασόη-Μπαρκά , Ευρυδίκη Καμπά , Μάρθα Κελέση-Σταυροπούλου
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Εισαγωγή: Ο καρκίνος του παχέος εντέρου παρουσιάζει υψηλό επιπολασμό παγκοσμίως, κατέχοντας τη τρίτη θέση του πιο συχνά διαγνωσμένου καρκίνου στους άνδρες και τον δεύτερο στις γυναίκες. Οι τοποθετήσεις στομίων σε άτομα με καρκίνο του παχέος εντέρου αποτελεί συχνή διαχείριση της πάθησης, ωστόσο έχει αναδειχθεί ότι ενώ επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό την ποιότητα ζωής των ατόμων δεν έχουν εξεταστεί οι εκπαιδευτικές παρεμβάσεις που θα μπορούσαν να τους βοηθήσουν.
Σκοπός: Η διερεύνηση των επιπτώσεων στην ποιότητα ζωής των ατόμων με μόνιμες στομίες και η σημασία της εκπαίδευσης στην διαχείριση πιθανών δυσκολιών.
Υλικό και Μέθοδος: Πραγματοποιήθηκε βιβλιογραφική αναζήτηση της τελευταίας δεκαετίας, με την χρήση λέξεων-κλειδιών στις βάσεις δεδομένων: Pubmed, Scopus, Google Scholar.
Αποτελέσματα: Από την αναζήτηση προέκυψαν 9 μελέτες οι οποίες πληρούσαν τα κριτήρια ένταξης. Από τις μελέτες φαίνεται πως οι ασθενείς που εκπαιδεύτηκαν είτε από το νοσηλευτικό προσωπικό είτε από εκπαιδευτικά προγράμματα και ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις (ατομικές ή ομαδικές) πριν και μετά τη χειρουργική επέμβαση στομίας, παρουσίασαν λιγότερες μετεγχειρητικές επιπλοκές και επανήλθαν στο κοινωνικό σύνολο και στις καθημερινές δραστηριότητες τους πιο σύντομα από ασθενείς που δεν τους έγινε καμία εκπαίδευση.
Συμπεράσματα: Η σημασία της εκπαίδευσης σε ασθενείς με μόνιμες στομίες μετά από επέμβαση καρκίνου του παχέος εντέρου μπορεί να βελτιώνει τη μετεγχειρητική πορεία τους, να αυξάνει την ικανότητα αυτοεξυπηρέτησης τους, να μειώνει τα αρνητικά τους συναισθήματα, ενισχύοντας τη ποιότητα ζωής τους.
Λέξεις κλειδιά: εκπαίδευση, καρκίνος παχέος εντέρου, στομίες, ποιότητα ζωής
Αλεξάνδρα Χαϊτίδου , Αγάθη Αργυριάδη , Στυλιανή Κοτρώτσιου , Αλέξανδρος Αργυριάδης
Introduction: Vulnerable communities often face barriers to accessing primary healthcare services, which can lead to disparities in health outcomes. Recent research also highlights the fact that many of them do not seek Primary Healthcare Support for several reasons. Community nurses play a vital role in bridging this gap by providing essential healthcare support and fostering trust within these communities. Aim: This research seeks to investigate the factors influencing the intention of vulnerable communities to seek primary healthcare support and to examine the role of community nurses in promoting healthcare access and utilization. Method: The case study method was employed to gather comprehensive insights into the experiences of vulnerable communities and the contributions of community nurses. The participant was a young man with mental health challenge, from Greece. Results: The results of this study showed that many people who are characterized by vulnerability, such as those with low income, mental illness, or chronic health conditions, hesitate to seek primary healthcare. The study found that these individuals often face barriers to accessing healthcare, such as lack of transportation, child care, or health insurance. They may also feel stigmatized or judged by healthcare providers. As a result, they may delay or avoid seeking care altogether, which can lead to their health problems worsening. Conclusions: The findings underscore the critical role of community nurses in addressing the intention of vulnerable communities to seek primary healthcare support. By addressing barriers and establishing trust, community nurses contribute to improved healthcare access and engagement. Enhanced collaboration between healthcare providers and community nurses can lead to more effective interventions that cater to the unique needs of vulnerable communities.