Παναγιώτα Μπεγνή , Αγορίτσα Κουλούρη , Σταυρούλα Ζησοπούλου , Μαριάνα Δρακοπούλου
Ο αριθμός των παιδιών και εφήβων που διαγιγνώσκονται με Σακχαρώδη Διαβήτη τύπου 1 (ΣΔτ1) αυξάνεται ετησίως και η διαχείρισή του απαιτεί καθημερινά ιδιαίτερη φροντίδα, που δεν σταματάει όταν το παιδί βρίσκεται στο σχολικό περιβάλλον. Αποτελεί πρόκληση για τα συστήματα υγείας και το χώρο της εκπαίδευσης η ορθή διαχείριση της νόσου ώστε ο διαβήτης να μην αποτελεί εμπόδιο στην καθημερινότητα και στην ακαδημαϊκή πρόοδο του παιδιού. Στο παρόν άρθρο περιγράφονται οι καλές πρακτικές ενίσχυσης της φροντίδας και ασφάλειας των μαθητών με ΣΔτ1 στο σχολικό περιβάλλον, μέσα από την αξιολόγηση του επιπέδου γνώσεων των σχολικών νοσηλευτών σχετικά με τη διαχείριση του ΣΔτ1. Για την ανάδειξη των καλών πρακτικών πραγματοποιήθηκε περιγραφική ανασκοπική μελέτη και αναζητήθηκαν άρθρα στις βάσεις δεδομένων Google και Google Scholar τόσο στην ελληνική όσο και στην διεθνή βιβλιογραφία από το 2008 μέχρι και σήμερα. Κριτήριο εισαγωγής των άρθρων αποτέλεσαν οι γνώσεις και το επίπεδο κατάρτισης των σχολικών νοσηλευτών, που φροντίζουν μαθητές με ΣΔτ1 στο σχολείο. Τα αποτελέσματα της αναζήτησης έδειξαν ότι, το αίσθημα της υψηλής ασφάλειας και της υψηλής ικανοποίησης, που αισθάνονται οι γονείς από τη φροντίδα του παιδιού με ΣΔτ1 στο σχολείο, σχετίζεται θετικά με το επίπεδο δεξιότητας του σχολικού νοσηλευτή. Τα σύγχρονα επιτεύγματα για τη διαχείριση του ΣΔτ1 χρησιμοποιούνται όλο και συχνότερα από παιδιά σχολικής ηλικίας, καθώς η χρήση τους αναβαθμίζει τη φροντίδα αλλά και την ποιότητα ζωής των παιδιών. Ωστόσο οι σχολικοί νοσηλευτές νιώθουν ανεπαρκείς (αντιληπτή αυτοαποτελεσματικότητα) στο να φροντίσουν ικανοποιητικά τους μαθητές με ΣΔτ1 στο σχολείο. Φαίνεται ότι αντιμετωπίζουν έλλειμμα γνώσεων στην ορθή διαχείριση της ινσουλίνης, της γλυκαγόνης, στη διαχείριση των αντλιών ινσουλίνης και στα διατροφικά ισοδύναμα. Επίσης βρέθηκε ότι η πραγματική γνώση των σχολικών νοσηλευτών αναφορικά με τη διαχείριση του ΣΔτ1 υστερεί σε σχέση με την αντιληπτή γνώση, καθιστώντας το επίπεδο γνώσεών τους για το ΣΔτ1 ανεπαρκές. Αναδείχθηκε η ανάγκη εισαγωγής πολιτικών συνεχούς υποχρεωτικής εκπαίδευσης των σχολικών νοσηλευτών στο ΣΔτ1 και η ανάγκη επικαιροποίησης των γνώσεών τους στις νέες τεχνολογίες διαχείρισης της νόσου.
Λέξεις κλειδιά: σχολική νοσηλευτική, Σακχαρώδης διαβήτης τύπου 1, εκπαίδευση, γνώσεις
Ελένη Ντάτση , Μαρία-Ελένη Γκρέμου , Ειρήνη Ιερείδου
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Η έννοια της αποκατάστασης αρχίζει να γίνεται αποδεκτή στην ψυχιατρική μετά την εισαγωγή της ψυχοφαρµακολογίας και στο πέρασμα των χρόνων προτείνονται ή ακολουθούνται παρεμβάσεις που την ενισχύουν. Ως αποκατάσταση ορίζεται η ικανότητα των ασθενών να ζουν μια ικανοποιητική ζωή ακόμα και με τους περιορισμούς που προκαλεί η νόσος τους.
Στη σύγχρονη ψυχιατρική οι αποκαταστασιακές παρεμβάσεις στη σχιζοφρένεια περιλαμβάνουν μεμονωμένα ή συνδυαστικά: την ψυχοεκπαίδευση ασθενών και οικογενειών, ψυχολογικές παρεμβάσεις, θεραπείες μέσω τέχνης και οργανωμένη σωματική άσκηση . Οι υπηρεσίες οργανώνονται και παρέχονται σε ένα δομημένο και διεπιστημονικό πλαίσιο κοινοτικών δομών και υπηρεσιών.
Στο συγκεκριμένο άρθρο αναζητήθηκαν μελέτες (πρωτογενείς, συστηματικές ανασκοπήσεις και μετα-αναλύσεις) που έχουν δημοσιευθεί στις ηλεκτρονικές βάσεις Pubmed και GoogleScholar και σε επιστημονικά ελληνόγλωσσα ή αγγλόγλωσσα περιοδικά, κατά το χρονικό διάστημα 2010-2020.
Τα δεδομένα των μελετών δείχνουν να υπερισχύουν αποκαταστασιακά η ψυχοεκπαίδευση ασθενών και οικογενειών και η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία (CBT) έναντι των άλλων παρεμβάσεων. Ιδιαίτερα σημαντικό ενισχυτικό σημείο για την αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων είναι η διασφάλιση του συνεχούς της φροντίδας και της ψυχοκοινωνικής αποκατάστασης του ασθενούς και της οικογένειάς του.
Συμπερασματικά διαφαίνεται ότι τα αποτελέσματα της αποκατάστασης στη σχιζοφρένεια βελτιώνονται με τον συνδυασμό φαρμακοθεραπείας και εξατομικευμένων ψυχοκοινωνικών παρεμβάσεων ,που οφείλουν να παρέχονται σε οργανωμένες και διασυνδεόμενες κοινοτικές δομές ψυχικής υγείας και να έχουν συνέπεια και διάρκεια στον χρόνο.
Λέξεις κλειδιά: Αποκατάσταση, σχιζοφρένεια, ψυχοεκπαίδευση, ψυχοκοινωνικές παρεμβάσεις
Χρυσούλα Πασχαλίδου , Ιωάννης Αποστολάκης , Παύλος Σαράφης
ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στη σύγχρονη κοινωνία τα μη μεταδοτικά νοσήματα, συμπεριλαμβανομένου του Αγγειακού Εγκεφαλικού Επεισοδίου (ΑΕΕ), αποτελούν την κύρια αιτία θανάτου και μια από τις κύριες αιτίες υπολειμματικής αναπηρίας του πληθυσμού. Ο αριθμός των ΑΕΕ παρουσιάζει αυξητική τάση, κάνοντας αναγκαία τη διαχείριση του. Πραγματοποιήθηκε βιβλιογραφική ανασκόπηση άρθρων στις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων Pubmed και Google Scholar, καθώς και σε βιβλία και ηλεκτρονικές ιστοσελίδες με τη βοήθεια λέξεων-κλειδιών. Σύμφωνα με αυτά, η αποτίμηση της επιβάρυνσης του πληθυσμού από ΑΕΕ πραγματοποιείται μέσω των δεικτών υγείας, εργαλεία που συμβάλλουν στην αντικειμενική σύγκριση των διαφορετικών χωρών μεταξύ τους, με σκοπό την ανάδειξη της ανάγκης βελτιώσεων σε εθνικό επίπεδο. Σε ευρωπαϊκό επίπεδο και μετά από σύγκριση της Ελλάδας με τέσσερις άλλες χώρες, συγκεκριμένα τις Γερμανία, Σουηδία, Ρουμανία και Βουλγαρία, διαπιστώνεται ότι υπάρχουν αρκετές διαφορές μεταξύ των χωρών της ανατολικής και της δυτικής Ευρώπης. Στην Ευρώπη γενικότερα εκτιμάται περαιτέρω αύξηση του αριθμού των ΑΕΕ τα επόμενα χρόνια. Η ανάπτυξη πρακτικών διαχείρισής του κρίνεται σημαντική, τόσο στην πρόληψη όσο και σε προνοσοκομειακό, νοσοκομειακό και μετανοσοκομειακό επίπεδο. Η Ελλάδα, αντιμετωπίζοντας το επιπλέον πρόβλημα της ανισότητας των πολιτών στην πρόσβαση σε εξειδικευμένες υπηρεσίες υγείας λόγω της γεωγραφικής της μορφολογίας, οφείλει να αναπτύξει τέτοιες πρακτικές. Με την ψήφιση του νόμου για τις Μονάδες Αυξημένης Φροντίδας το Νοέμβριο του 2023 έκανε ένα πρώτο βήμα προς αυτή την κατεύθυνση. Ο συγκεκριμένος νόμος δεν περιλαμβάνει ωστόσο δράσεις στον τομέα της πρόληψης των ΑΕΕ, της προνοσοκομειακής αντιμετώπισης και της μετανοσοκομειακής αποκατάστασης, τομείς οι οποίοι χρήζουν βελτίωσης στο μέλλον.
Λέξεις κλειδιά: δείκτες υγείας, Αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο, μονάδες αυξημένης φροντίδας, βέλτιστες πρακτικές αντμετώπισης
Κωνσταντίνα Μπότση , Χαράλαμπος Πλατής
Η παχυσαρκία, δηλαδή η υπέρμετρη συγκέντρωση λίπους στο ανθρώπινο σώμα, χαρακτηρίζεται, όχι τυχαία, ως η νόσος του 21ου αιώνα. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) τα ποσοστά της παγκοσμίως έχουν τριπλασιαστεί από το 1975 με αναγωγή των κύριων αιτιών σε συμπεριφορικούς παράγοντες που σχετίζονται με ανθυγιεινή διατροφή, έλλειψη σωματικής άσκησης και γενικά μη υγιεινό τρόπο ζωής. Ένα προϋπάρχον γενετικό υπόβαθρο ευνοεί την ανάπτυξή της, όπως και παράγοντες που σχετίζονται με την ενδομήτρια ζωή. Οι συνέπειές της στην υγεία είναι πολυεπίπεδες και αφορούν τη σωματική, ψυχική και κοινωνική ευρωστία. Στην Ελλάδα η παχυσαρκία και ειδικά η παιδική, βαίνει αυξανόμενη με το ποσοστό της το 2019 να αγγίζει το 37,5%, κατατάσσοντάς την πρώτη Ευρωπαϊκά. Η αυξητική πορεία της κατά τις τελευταίες δεκαετίες, με ενισχύοντα παράγοντα την πρόσφατη πανδημία, κάνει την ανάγκη αντιμετώπισής της επιτακτική. Η ένταξη μέτρων κατά της παιδικής παχυσαρκίας στο Εθνικό Πρόγραμμα Πρόληψης “Σπύρος Δοξιάδης” (ΕΠΠ “ΣΔ”), αποδεικνύει τη μεγάλη σημασία που δίνει το κράτος στην πρόληψη και αντιμετώπιση της νόσου κατά την παιδική ηλικία. Η Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ) είναι επιφορτισμένη με το καθήκον της ανάπτυξης δράσεων και ενεργειών προς αυτή την κατεύθυνση, κάτι που άλλωστε προβλέπεται από τη νόμο Ν.4486/2017 (“Μεταρρύθμιση της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας”). Η παρούσα εργασία πραγματεύεται την τεκμηρίωση του ρόλου της ΠΦΥ στην αντιμετώπιση της παιδικής παχυσαρκίας γενικά και ειδικότερα, με μία μελέτη περίπτωσης για λήψη σχετικών αποφάσεων πέντε βημάτων για το Κέντρο Υγείας (ΚΥ) Θεσσαλονίκης. Στα πλαίσια αυτά μελετάται ο ρόλος των κατάλληλων κοινωνικών εταίρων. Για την απεικόνιση του προγραμματισμού των δράσεων που προκύπτουν από τις σχετικές αποφάσεις, χρησιμοποιήθηκε ένα διάγραμμα Gantt.
Λέξεις κλειδιά: Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας (ΠΦΥ), πρόληψη, παιδική παχυσαρκία, κοινωνικοί εταίροι, διαδικασία λήψης αποφάσεων, Gantt
Παναγιώτα Μανθού , Ιουστίνη Πιέτρη , Γεώργιος Λιολιούσης , Αθανάσιος Σκραπαρλής , Όλγα Καδδά , Κλήμης Νταλιάνης
Εισαγωγή: Τα Tμήματα Eπειγόντων Pεριστατικών (ΤΕΠ) αποτελούν σημαντικό κόμβο στο σύστημα υγειονομικής περίθαλψης και λειτουργούν με περιορισμένους πόρους. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση του χρόνου παραμονής στα ΤΕΠ και τη μείωση της ικανοποίησης των χρηστών υπηρεσιών υγείας. Σκοπός: Αυτή η μελέτη είχε ως σκοπό να διερευνήσει την άποψη των χρηστών υπηρεσιών υγείας για την ύπαρξη ηλεκτρονικής εφαρμογής όπου θα παρέχει πληροφορίες για το χρόνο αναμονής στα ΤΕΠ, τις διαθέσιμες ιατρικές ειδικότητες ανά νοσοκομείο και την καθοδήγηση σε επείγουσα περιστατικά. Υλικό και Μέθοδος: Το δείγμα της μελέτης αποτέλεσαν ασθενείς-χρήστες των υπηρεσιών υγείας στη περιοχή της Αττικής ανεξαρτήτου ηλικίας και φύλου. Για τη συλλογή των ερευνητικών δεδομένων σχεδιάστηκε ειδικό ερωτηματολόγιο ύστερα από μελέτη της βιβλιογραφίας και αντίστοιχων ερευνών. Για την ανάλυση χρησιμοποιήθηκε το στατιστικό πρόγραμμα SPSS 26.0. Αποτελέσματα: Το δείγμα αποτελείται από 121 άτομα με μέση ηλικία τα 41 έτη (SD=12,7 έτη). Το 83,5% των συμμετεχόντων πίστευε ότι μια τέτοια εφαρμογή θα βελτίωνε την αποδοτικότητα των ΤΕΠ. Ο χρόνος αναμονής στα ΤΕΠ μέχρι την τελική εξέταση από την αντίστοιχα ιατρική ειδικότητα σχετίζονται ανεξάρτητα με τη βαθμολογία ικανοποίησης των συμμετεχόντων. Πιο συγκεκριμένα, ο μεγαλύτερος χρόνος αναμονής για εξέταση σχετιζόταν με σημαντικά λιγότερη ικανοποίηση. Η ηλικία των χρηστών υπηρεσιών υγείας σχετίζεται με την αναγκαιότητα ύπαρξης ηλεκτρονικής εφαρμογής. Συγκεκριμένα, όσο μεγαλύτεροι σε ηλικία ήταν οι συμμετέχοντες, τόσο μικρότερη ήταν η πιθανότητα να θεωρούν ότι υπάρχουν και άλλα οφέλη εκτός από τη μείωση του χρόνου αναμονής από μια τέτοια εφαρμογή. Συμπεράσματα: Η εφαρμογή καινοτόμων τεχνολογιών για το ΤΕΠ έχει σημαντικά οφέλη και βοηθάει στη μείωση του χρόνου αναμονής και στην καλύτερη εξυπηρέτηση των χρηστών υπηρεσιών υγείας ενώ μπορεί να αποτελέσει και ορόσημο για τον εκσυγχρονισμό τους.
Λέξεις κλειδιά: ΤΕΠ, ηλεκτρονική εφαρμογή, χρόνος αναμονής
Ελένη Μαμωλή , Ευαγγελία Λάππα
Η προσφυγική-μεταναστευτική κρίση τα τελευταία χρόνια απασχολεί την παγκόσμια κοινότητα αλλά και την Ελλάδα η οποία εκτός από την διαχείριση των ροών κλήθηκε να δημιουργήσει προγράμματα υγείας για την αντιμετώπιση των υγειονομικών προβλημάτων των αιτούντων άσυλο αλλά και την θωράκιση της δημόσιας υγείας. Σκοπός: Ο σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν αρχικά η διερεύνηση των προκλήσεων και προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι επαγγελματίες υγείας, στα Κέντρα Υποδοχής και Ταυτοποίησης και στις δομές φιλοξενίας, κατά την άσκηση των καθηκόντων τους. Μέσω της διερεύνησης αυτής, έγινε η σύγκριση των αποτελεσμάτων με παρόμοιες έρευνες. Υλικό και Μέθοδος: Η έρευνα έγινε με δείγμα 72 ατόμων μέσω της συμπλήρωσης ανώνυμου ερωτηματολογίου το οποίο συμπεριελάμβανε δημογραφικά στοιχεία των ερωτώμενων και των δομών φιλοξενίας και ερωτήσεις σχετικά με το επίπεδο υγείας των αιτούντων άσυλο κατά το παρελθόν και κατά την διαμονή τους στις δομές φιλοξενίας, τα χαρακτηριστικά των ημερήσιων περιστατικών, τις ανάγκες των επαγγελματιών υγείας για την εξυπηρέτηση των αιτούντων άσυλο και τέλος τις σημαντικότερες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι επαγγελματίες υγείας. Αποτελέσματα: Οι χρόνιες παθήσεις απασχολούν σε μεγαλύτερο ποσοστό τους επαγγελματίες υγείας ενώ διαπιστώθηκαν χαμηλά ποσοστά ημερήσιων επισκέψεων που σχετίζονται με μεταδιδόμενα νοσήματα, με θέματα ψυχικής υγείας, παιδιατρικά και γυναικολογικά/μαιευτικά ζητήματα. Επιπλέον διαπιστώθηκε ότι οι αιτούντες άσυλο έχουν χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη και οι γνώσεις τους σχετικά με θέματα υγείας είναι περιορισμένες. Διαπιστώθηκε επίσης οτι τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν στην άσκηση των καθηκόντων τους αφορούν κυρίως την έλλειψη εξειδικευμένου προσωπικού και ιατροφαρμακευτικού εξοπλισμού, την συνεργασία με άλλες δομές υγείας κυρίως δευτεροβάθμιας και ψυχικής περίθαλψης, την επικοινωνία και την διαπολιτισμική διαμεσολάβηση. Συμπεράσματα: Το προσφυγικό φαινόμενο δημιουργεί ένα ασταθές και συνεχώς μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Οι υγειονομικές προκλήσεις είναι πολλές και η δημιουργία ολιστικού προγράμματος υγείας για τους αιτούντων άσυλο κρίνεται απαραίτητη. Οι προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι επαγγελματίες υγείας είναι δυνατόν να λειτουργήσουν ως εμπόδια στην πρόσβαση των ΠτΧ σε υπηρεσίες υγείας και να οδηγήσουν σε ανεκπλήρωτες υγειονομικές ανάγκες βάζοντας σε δυσμενή θέση τόσο την ατομική υγεία των ΠτΧ όσο και την δημόσια υγεία.
Λέξεις κλειδιά: αιτούντες άσυλο, προσφυγικό φαινόμενο, ολοκληρωμένο πρόγραμμα υγείας, υγειονομικές ανάγκες των αιτούντων άσυλο
Μαρία Αγγελική Ποντίκη , Ευγενία Βλάχου , Στέλιος Παρισσόπουλος , Παρασκευή Αποστολάρα
Εισαγωγή: Για τον περιορισμό της εξάπλωσης της πανδημίας του SARS-COVID-19, εφαρμόστηκε παγκοσμίως lockdown, το οποίο οδήγησε στη μείωση των δραστηριοτήτων απασχόλησης των εφήβων καταφεύγοντας στα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Ο καθιστικός τρόπος ζωής οδηγεί σε αύξηση του κινδύνου ανάπτυξης παχυσαρκίας και κατά συνέπεια, αύξηση του κινδύνου εμφάνισης συννοσηροτήτων, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας συστηματικής ανασκόπησης ήταν να διερευνηθεί η καθιστική συμπεριφορά, που σχετίζεται με τα ηλεκτρονικά παιχνίδια και τη χρήση οθόνης και η σχέση της με την αύξηση του σωματικού βάρους σε εφήβους κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Υλικό-μέθοδος: Αναζητήθηκε η σχετική διεθνής βιβλιογραφία, από το 2020 έως το 2023, στις ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων: Medline, PubMed, Scopus, Cochrane Library. Οι λέξεις κλειδιά που χρησιμοποιήθηκαν ήταν: Sedentary behavior, AND online gaming, OR internet gaming, OR computer gaming, OR gaming behavior, OR digital gaming, OR video gaming, online OR role-playing game, AND obese, OR overweight, OR weight gain, OR obesity, OR BMI, OR Body Mass Index, AND COVID-19, OR COVID 19 pandemic, OR coronavirus, AND adolescents. Αποτελέσματα: Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση του χρόνου ενασχόλησης των εφήβων με οθόνες καθώς και σημαντική αύξηση του σωματικού βάρους τους. Η πλειοψηφία των μελετών αναφέρει την αυξημένη ενασχόληση με οθόνες ως βασικό αιτιολογικό παράγοντα της αύξησης βάρους των εφήβων, η οποία παρατηρήθηκε σε περιπτώσεις να αποτελεί παράγοντα κινδύνου για την ανάπτυξη σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2. Συμπεράσματα: Κατά τη διάρκεια του lockdown μεγάλο ποσοστό των εφήβων κατέφυγε στα ηλεκτρονικά παιχνίδια. Αυτό είχε σημαντικές συνέπειες, καθώς συνέβαλε στην αύξηση του σωματικού βάρους τους, αυξάνοντας τον επιπολασμό της παχυσαρκίας στον πληθυσμό αυτό. Παρόλα αυτά, απαιτούνται από την επιστημονική κοινότητα νέες έρευνες στον απόηχο της Πανδημίας, για να αποσαφηνιστεί η πιθανή επιστροφή των εφήβων στις προ της Πανδημίας συνήθειές τους.
Λέξεις κλειδιά: παχυσαρκία, ηλεκτρονικά παιχνίδια, οθόνες, πανδημία, COVID-19
Νικόλαος Μίχος , Παναγιώτης Πασσάς
Εισαγωγή: Τις τελευταίες δεκαετίες, η περιρρέουσα κοινωνική πραγματικότητα καθώς και η οικονομία έχουν υποστεί δραματικές αλλαγές λόγω της τεχνολογίας, της πολυπλοκότητας των επιχειρηματικών δομών και της παγκοσμιοποίησης. Οι σχετικές εξελίξεις που πλαισιώνουν τη "μεταμοντέρνα" κοινωνία και οικονομία απαιτούν και προϋποθέτουν ότι τα εκπαιδευτικά συστήματα εφοδιάζουν τους εργαζόμενους με νέες μορφές προσωπικών και διαπροσωπικών/κοινωνικών δεξιοτήτων. Αυτού του είδους οι δεξιότητες θα τους επιτρέψουν να επωφεληθούν από τις αναδυόμενες νέες μορφές κοινωνικοποίησης και να συμβάλουν ενεργά στην ανάπτυξη στο πλαίσιο ενός οικονομικού συστήματος όπου το κύριο πλεονέκτημα είναι η επικοινωνία και η γνώση ως ευκαιρίες για επαγγελματική ανέλιξη. Οι ίδιες απαιτήσεις ισχύουν και για το νοσηλευτικό επάγγελμα. Σκοπός: Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να διαπιστωθεί ο βαθμός ανάπτυξης των προσωπικών και διαπροσωπικών-κοινωνικών δεξιοτήτων μεταξύ των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ειδικότερα στο νοσηλευτικό επάγγελμα. Μεθοδολογία: Η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε ήταν η ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας και η ανάλυση περιεχομένου των σχετικών μελετών. Αποτελέσματα: Επιστημονικές μελέτες δείχνουν έναν πληθωρισμό των προτύπων ανάπτυξης των ήπιων δεξιοτήτων και μια ποικιλία προγραμμάτων εκπαίδευσης και κατάρτισης σε αυτές τις δεξιότητες δημιουργούνται και χρηματοδοτούνται στο πλαίσιο των πολιτικών των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην πολιτική ατζέντα της πλειονότητας των διαφόρων χωρών εντοπίζεται ένας υψηλός βαθμός ιεράρχησής τους. Τα ερευνητικά στοιχεία δείχνουν ότι οι προσωπικές και διαπροσωπικές-κοινωνικές (ήπιες) δεξιότητες είναι απαραίτητες για την επιτυχία στο νοσηλευτικό επάγγελμα. Συμπεράσματα: Οι ήπιες δεξιότητες της επικοινωνίας, της ενσυναίσθησης, της κριτικής σκέψης, της ομαδικής εργασίας, της ηγεσίας και του επαγγελματισμού θεωρούνται οι πιο σημαντικές στο εργασιακό περιβάλλον των νοσηλευτών.
Λέξεις κλειδιά: προσωπικές και διαπροσωπικές-κοινωνικές δεξιότητες, Ευρωπαϊκή Ένωση, νοσηλευτικό επάγγελμα